Άγιος Αντρέι Ταρκόφσκι του Βάσου Γεώργα

Clipart Radio

[fblike]

 
Μα τι είναι τελοσπάντων αυτός ο άνθρωπος
που έρχεται στη Γη, γυρίζει επτά ταινίες,
ΑΥΤΕΣ τις επτά ταινίες,
αυτές τις επτά ταινίες ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΕΙΡΑ – και φεύγει;
Αχιλλέας Κυριακίδης
 
Γιος του διάσημου ποιητή και μεταφραστή Αρσένι Ταρκόφσκι και της Μάγια Ιβάνοβνα Βισνιγιάκοβα, ο μικροσκοπικός ρώσος σκηνοθέτης με τα ευκίνητα μάτια, το διαπεραστικό βλέμμα και τις νευρικές κινήσεις γεννήθηκε στις 4 Απριλίου του 1932, στο χωριό Ζαβράσγε, βορειοανατολικά της Μόσχας.
Μαζί του γεννιόταν και μια νέα ασθητική και φιλοσοφική άποψη πάνω στην ουσία του κινηματογράφου.
Το 1954, ο Αντρέι Ταρκόφσκι ξεκινά τις σπουδές του στο Πανενωσιακό Κρατικό Ινστιτούτο Κινηματογραφίας, όπου δέχεται και τις πρώτες βασικές του επιρροές από το δάσκαλό του και διάσημο σκηνοθέτη Μιχαήλ Ρομ.
Έξι χρόνια αργότερα παίρνει το πτυχίο του παρουσιάζοντας ως διπλωματική εργασία και πρώτο δείγμα της ιδιαίτερης κινηματογραφικής του οπτικής την ταινία “To βιολί και ο οδοστρωτήρας”, για το σενάριο του οποίου συνεργάστηκε με τον συμφοιτητή του Αντρέι Μιχάλκωφ – Κοντσαλόφσκι. Η ταινία προκαλεί αίσθηση και αναδεικνύεται ταυτόχρονα στο διαπιστευτήριο που θα οδηγήσει την κρατική μηχανή να του αναθέση τη σκηνοθεσία ενός ήδη διαμορφωμένου σεναρίου με τίτλο “Τα παιδικά χρόνια του Ιβάν”.
Ο Ταρκόφσκι ανταποκρίνεται στη πρόκληση φιλτράροντας όμως το καθαρά συμβατικό σοβιετικό θέμα του μέσα από τη δική του προσωπική κοσμοθεωρία. Και το αποτέλεσμα που ακροβατούσε ανάμεσα στη φρίκη και τον ανθρωπισμό κερδίζει το 1962 το χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ Βενετίας κάνοντας το σκηνοθέτη για πρώτη φορά γνωστό στη Δύση.
Όμως παρά τη διεθνή του επιτυχία ο υπερβατικός χαρακτήρας και η διορατική ματιά του Ταρκόφσκι ήταν αναμενόμενο να τον φέρουν σε σύγκρουση με την κομματική καλλιτεχνική γραφειοκρατία. Η επόμενη ταινία του, “Αντρέι Ρουμπλιώφ” (1966), γίνεται το ορόσημο που θα σηματοδοτήσει την έναρξη μιας αντιστρόφως ανάλογης πορείας προς την αναγνώριση.
Στη Σοβιετική Ένωση, οι ταινίες του κατακρίνονται βάναυσα.
 

Ο Ρουμπλιώφ μένει πέντε χρόνια στο ράφι πριν βγει στις αίθουσες με περικοπές, πράγμα που συμβαίνει αργότερα και με τον “Καθρέφτη” (1974), ενώ το 1979 το καθεστώς αρνείται να παρουσιάσει το “Στάλκερ” στις Κάννες.
Την ίδια στιγμή, στη Δύση, οι ταινίες του φορτώνονται από παντού με βραβεία, ενώ άνθρωποι σαν τον Μπέργκμαν, τον Σάρτρ και τον Αντονιόνι τον αποκαλούν μεγαλοφυΐα.
Το 1982, ο Ταρκόφσκι εξασθενισμένος σωματικά και αγανακτισμένος ηθικά εγκαταλείπει οριστικά την Σοβιετική Ένωση και καταφεύγει στην Ιταλία αρχικά όπου γυρίζει τη “Νοσταλγία” (’83) και κατόπιν στη Σουηδία όπου σκηνοθετεί και το κύκνειο άσμα του, τη “Θυσία” (’86). Τελευταίο κληροδότημα του προς τον κόσμο ήταν μια εκδοτική δουλειά με τίτλο “Σμιλεύοντας το χρόνο” όπου ο Ταρκόφσκι περιγράφει τις προσωπικές του απόψεις πάνω στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και την τέχνη γενικότερα.
Όλα αυτά λίγο πριν πεθάνει στο Παρίσι από καρκίνο των πνευμόνων στις 29 Δεκεμβρίου 1986.
 

“Ταλέντο σημαίνει δυστυχία, γιατί αφενός δεν μπορείς να απαιτείς να σε σέβονται ή να σ’ εκτιμούν επειδή το έχεις, και αφετέρου σου δημιουργεί τρομερές υποχρεώσεις: Μοιάζουν με κείνες που αναλαμβάνει ένας έντιμος άνθρωπος όταν του εμπιστεύονται κάποια περιουσία για να την προστατέψει από τους κλέφτες δίχως να την αγγίξει.”
“Η γνώση είναι κάτι σαν ιδρώτας, ένα είδος εξάτμισης, άρα κάποια βιολογική λειτουργία που είναι συνυφασμένη με τη ζωή, αλλά που δεν έχει καμία σχέση μα την αλήθεια…”
“Ω Θεέ μου! Πόσο απλή, πόσο απλοϊκή είναι η έννοια του χρόνου! Πρόκειται απλώς για μια μέθοδο υλικού διαφορισμού, με την οποία συνδέουμε τις ανθρώπινες υπάρξεις, γιατί στην υλική ζωή υπολογίζουμε πάντα τις παράλληλες προσπάθειες μεμονομένων ατόμων.”
“Τελειώνει άλλη μία φοβερή χρονιά κι αρχίζει μια καινούργια. Πρωτοχρονιά και τα καταστήματα είναι άδεια. Στο Βιαζάν το βούτυρο διανέμεται με το δελτίο: 300 γραμ. ανά άτομο το μήνα. Η ζωή μας έχει γίνει αφόρητη.”
 

Είπαν γι’ αυτόν:
“…Υπάρχουν καλλιτέχνες που μας μεταδίδουν το μέτρο και την αλήθεια των πραγμάτων, σ΄ένα κόσμο όπου ορισμένες πνευματικές αξίες δεν είναι πια αξίες. Φέρουν, όπως ο Αντρέι, αυτό το φορτίο σ’ όλη τους τη ζωή. Για το λόγο αυτό πρέπει να τους ευγνωμονούμε…”
Λαρίσα Ταρκόφσαγια
“… Όταν ο κινηματογράφος δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι’ αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ’ όλους. Κινείται με απόλυτη άνεση στο χώρο των ονείρων, χωρίς να εξηγεί, αλλά και τι να εξηγήσει; Είναι ένας μάντης που έχει καταφέρει να σκηνοθετήσει τις οπτασίες του με το πιο βαρύ, αλλά και πιο πρόθυμο μέσο. Σ’ όλη μου τη ζωή έχω βαρέσει τις γροθιές μου πάνω στις πόρτες των δωματίων, όπου αυτός κινείται με τη μεγαλύτερη άνεση. Εγώ μόνο μερικές φορές κατάφερα να μπω μέσα. Οι περισσότερες από τις συνειδητές μου προσπάθειες τελείωσαν με ντροπιαστικές αποτυχίες…”
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
“Είναι τρελός! Μέσω των ταινιών του διαφημίζει τον εαυτό του. Είναι ένας οιηματίας. Ό,τι κάνει είναι εντελώς άχρηστο για το σοβιετικό λαό. Είναι απλούστατα ένας βλαμμένος. Στις ταινίες του δεν υπάρχουν πραγματικοί χαρακτήρες –μόνο σκιές. Και ένα σωρό ρητορικές φράσεις, ψευδοφιλοσοφίες… Όλοι εκείνοι που τον θαυμάζουν πρέπει κάποτε να τον επαναφέρουν στην τάξη, να τον κάνουν επιτέλους να συνέλθει…”
(έγραφε το 1974 ο Μάρλεν Χουτζιέφ, εκφράζοντας την επίσημη κρατική άποψη των Σοβιετικών πάνω στο έργο του Ταρκόφσκι, δεκαέξι χρόνια πριν η ίδια αυτή κρατική άποψη του απονέμει το Βραβείο Λένιν για την εξαιρετική του συμβολή στην ανάπτυξη της κινηματογραφικής τέχνης.)
 

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΙΒΑΝ (1962)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Βλαδιμίρ Μπογκομόλοφ, Μιχαήλ Παπάβα
Φωτογραφία: Βαντίμ Γιουσώφ.
Μοντάζ: Λ. Φεϊγκίνοβα
Πρωταγωνιστούν: Κόλια Μπουρλιάγιεφ, Βαλεντίν Ζουμπκώφ, Γ. Ζαρίκωφ, Ζ. Κριλώφ.
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Αντρέι Ταρκόφσκι σηκώνει την αυλαία ενός έντονου ποιητικού κόσμου δημιουργίας και αποκαλύπτει τη Δύση, μέσω του Φεστιβάλ Βενετίας του 1962, το υπαρξιακό όραμα αυτού του μεγάλου κινηματογραφιστή. Εδώ παντρεύονται η φρίκη της παγκόσμιας σύρραξης και η αθωότητα της παιδικής ηλικίας με αποτέλεσμα, μία τρομακτική ελεγεία σχετικά με τις πιο κρυφές αλλά και τις πιο ουσιώδεις συνέπειες του πολέμου. Ο Ιβάν είναι ένα παιδί. Παιδί όμως μόνο ηλικιακά αφού οι συνθήκες της ζωής του τον έχουν κάνει άντρα από τα δώδεκά του χρόνια. Οι εκφράσεις του προσώπου του σε συγκλονίζουν. Σκοτεινιά απλώνεται στην ψυχή σου κάθε φορά που το βλέμμα του νεαρού πρωταγωνιστή αιχμαλωτίζει την κάμερα. Μια ανίερη μεταμόρφωση συντελείται. Όχι καφκική, μα αδιόρατη. Το χειρότερο δεν είναι πως η μεταμόρφωση του παιδιού σε πολεμική μηχανήδεν είναι μόνο δικαιολογημένη αλλά και ευκταία, σχεδόν απαραίτητη. Οι εικόνες της μαγευτικής ρωσσικής φύσης βαθιά πληγωμένης, εοιμοθάνατης, από τον τριετή πόλεμο, σκιαγραφούν ένα τοπίο νεκρικής γαλήνης. Και υποβάλουν την ανάγκη μεταμόρφωσης του μικρού Ιβάν, από ξένοιαστο άγγελο της ζωής σε αδίστακτο αρχάγγελο του θανάτου, στο βωμό της επιβίωσής του. Ο Ιβάν έχει χάσει τους γονείς του, την αδερφή του αλλά και τη γενέτειρά του από τις σφαίρες και το βαρύ πυροβολικό των Γερμανών. Δεν του έχει μείνει τίποτε άλλο παρά η πατρίδα και ο ιερός σκοπόςτης νίκης, άρα και της εκδίκησης. Μοιραζόμαστε το πάθος του για μία ακόμα αποστολή κατασκοπίας όταν, παρά τις διαταγές των ανωτέρων του, φεύγει από τα ασφαλή μετόπισθεν για να βρεθεί ξανά στην πρώτη γραμμή, στην καρδιά της κόλασης. Το Ivanovo Detstvo δεν είναι απλά μια ταινία, είναι μια μεταφυσική εμπειρία ζωής, δώρο του μάγου Ταρκόφσκι στους κοινούς θνητούς.
 

ΑΝΤΡΕΪ ΡΟΥΜΠΛΙΩΦ (1966)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Α. Ταρκόφσκι – Α.Μ. Κοντσαλόφκσι
Πρωταγωνιστούν: Ανατόλι Σαλονίτσιν, Ιβάν Λάπικωφ, Νικολάι Γκρίνκο, Ίρμα Ράους.
Τέσσερα χρόνια μετά τη διεθνή αναγνώριση και την επιτυχία του “Ιβάν”, ο Ταρκόφσκι βρίσκεται στο πιο σημαντικό δημιουργικό σταυροδρόμι της ζωής του. Επιλέγει να ακολουθήσει το καλλιτεχνικό μονοπάτι, εκείνο που του υπαγόρευε η ψυχή και η συνείδησή του και που ήταν μαθηματικώς βέβαιο πως θα τον έφερνε αντιμέτωπο με τη Σοβιετική κρατική μηχανή ελέγχου και προπαγάνδας. Στην πορεία του αυτό το μονοπάτι ο Αντρέι έκανε ακόμα έξι στάσεις. Η κάθε μία από αυτές είχε ένα όνομα. Ένα τίτλο. Ο τίτλος της δεύτερης ήταν ένα όνομα: “Αντρέι Ρουμπλιώφ”. Η ζωή και το έργο, η χαρά και το δράμα, η ψυχή και η σκέψη ενός όχι και τόσο γνωστού ζωγράφου πορτραίτων. Θα μπορούσε να είναι μια βιογραφική ταινία επικών ίσως διαστάσεων, που να εξυπηρετεί την αδηφαγία του καθεστώτος προβάλλοντας το μεγαλείο της ρωσικής ψυχής μέσα από τα σκοτεινά χρόνια των αρχών του 15ου αιώνα. Έτσι ακριβώς δείχνει στημένη η ταινία. Στα μέτρα και τα γούστα της κεντρικής επιτροπής του κόμματος. Με τη διαφορά ότι ο Ταρκόφσκι κάνει τη μεγάλη ανατροπή. Για όλα τα δεινά, την πείνα, την εξαθλίωση, την απειλή του θανάτου, την ερημιά προτείνει ως φάρμακο όχι την ταύτιση με τις ιδέες του κόμματος αλλά επιβάλλει αναντίρρητα ως λύτρωση, με όπλα την ποίηση των εικόνων και και των συναισθημάτων, την εσωτερική δύναμη κάθε ανθρώπου και την ευδαιμονία της δημιουργίας. Εφόδια που σε σώζουν από Τατάρους εισβολείς και σε κάνουν σχεδόν άτρωτο, αδιάφορο πολλές φορές μπροστά στο θάνατο. Η ουσία της ταινίας στην αρχή εξόργισε και στη συνέχεια τρομοκράτησε τους αρμόδιους για την κυκλοφορία της καλλιτεχνικούς “ελεγκτές” με συνέπεια να καταφέρει να προβληθεί μία πενταετία περίπου αργότερα από την ολοκλήρωσή της και μάλιστα πετσοκομμένη από το ψαλίδι της σοβιετικής λογοκρισίας κατά μία σχεδόν ώρα.
 

 

ΣΟΛΑΡΙΣ (1972)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Αντρέι Ταρκόφσκι – Φρίντριχ Γκόρενσταιν, βασισμένο στη νουβέλα του Στανισλάβ Λεμ.
Φωτογραφία: Βαντίμ Γιουσώφ
Πρωταγωνιστούν: Νατάλι Μπονταρτσούκ, Γιούρι Γιάρβετ, Ντονάτας Μπανιόνις, Ανατόλι Σονλόνιτσιν.
Χαμένος στο διάστημα ο πρωταγωνιστής της ταινίας. Χαμένος στο άπειρο κενό των φόβων και των επιθυμιών του. Είναι ο, η Σολάρις; Είναι ιδέα; Είναι πλάσμα; Ή είναι απλά διαστημόπλοιο; Είναι ίσως το ταξίδι που ξεκινάει κάποιος όταν έχει φτάσει ήδη στο τέλος για να θυμηθεί από που ξεκίνησε. Η ιστορία που δραματοποιείται στην ταινία είναι αυτή ενός κοσμοναύτη που περιπλανιέται με Ιθάκη του, έναν απομακρυσμένο διαστημικό σταθμό, ένα μικρό τεχνητό πλανήτη που ακούει στο όνομα Σολάρις. Δεν είναι συνηθισμένος πλανήτης. Είναι μια υλοποιημένη θεότητα, μια οντότητα υψηλής νοημοσύνης που έχει τη δύναμη να κάνει απτή πραγματικότητα κάθε ανθρώπινο πόθο. Με σύμμαχο σου το Σολάρις, γίνεσαι ο απόλυτος κάτοχος των “θέλω” σου. Το τι θέλει όμως καθένας, σπάνια το γνωρίζει, εκτός ίσως από τη στιγμή που θα το βρει. Μέχρι τότε αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε κοσμικά “πρέπει” και “μη”, έρμαιο του ίδιου του εαυτού. Αρκετοί αδαείς δυτικοί, ορθολογιστές, θεωρητικοί του κινηματογράφου είδαν την ταινία ως μια σοσιαλιστική απάντηση στην “Οδύσσεια 2001” του Κιούμπρικ. Το “Σολάρις” όμως όπως και κάθε δημιουργία του Αντρέι Ταρκόφσκι, στέκει αυτόνομο όσον αφορά την εικαστική του άποψη και την αφηγηματική του ανάπτυξη μην έχοντας ανάγκη κανένα ισχυρό ανταγωνιστή για ένα αριστούργημα. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι η ποίηση με τη διαλεκτική και την ψυχολογία δεν συνδυάζονται τόσο εύκολα, ούτε τόσο αποτελεσματικά όταν σκοπός του δημιουργού είναι απλά να τις χρησιμοποιήσει για χάρη της ομορφιάς, αρκεί η σκηνή της συνειδητοποίησης του ήρωα όπου δεν έχει φύγει από την αγκαλιά των χεριών του πατέρα του, αρκεί η απόγνωση και η λαχτάρα στα μάτια του πρωταγωνιστή για να μας κάνει ως θεατές να βάζουμε στην άκρη τη λογική των κανόνων και να δεχόμαστε την ομορφιά του χάους, του κενού.
 

 

 

 

Ο ΚΑΘΡΕΠΤΗΣ (1974)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Πρωταγωνιστούν: Μαργαρίτα Τερέκχοβα, Φιλίπ Γιανκόφσκι, Όλεγκ Γιανκόφσκι, Νικολάι Γκρίνκο.
Μοναδικός τόσο στη μορφή όσο και τον οραματισμό του δημιουργού του, ο “Καθρέπτης” είναι μια ελεγεία αφιερωμένη στον άνθρωπο και την τέχνη του που πέφτουν θύματα ενός κοντόφθαλμου και μονοδιάστατου πολιτικού αυταρχισμού. Είναι ταυτόχρονα και η πιο αυτοβιογραφική ταινία του Ταρκόφσκι που δεν χρειαζόταν να αντέξει μακριά για να βρει ένα παράδειγμα αυτού του επιβεβλημένου προσωπικού και κοινωνικού καταναγκασμού. Ο καθρέπτης είναι το πρίσμα μέσα από το οποίο φιλτράρεται κάθε είδους επιφανειακή ευημέρια και επίπλαστη ισορροπία, αφήνοντας μόνο γυμνές εικόνες της αλήθειας. Αυθεντικά συναισθήματα και πραγματικές αξίες ζωής. Μέσα από μία σειρά αυτοβιογραφικών επεισοδίων εμπλουτισμένων με αρκετό ντοκυμαντερίστικο υλικό, ο Ταρκόφσκι εξερευνά το παρελθόν του, τις σχέσεις του με αγαπημένα πρόσωπα που δεν τα είδε τόσο ευτυχισμένα όσο θα ήθελε, τον αγώνα της επιβίωσης μέσα σε δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες, τον σκεπτόμενο άνθρωπο που συνθλίβεται κάτω από το βάρος του πολέμου, της δυστυχίας και άλλων επαπειλούμενων καταστροφών. Ζωγραφίζει ουσιαστικά το πορτραίτο της χώρας με την μορφή που πήρε μέσα στον εικοστό αιώνα και χρησιμοποιώντας ένα πινέλο που έφερε το όνομά του. Παρ’ όλη την απτή και ρεαλιστική φυσή του θέματός του όμως, ο Ταρκόφσκι αποφεύγει να χρησιμοποιήσει συμβατικές αφηγηματικές φόρμες στην ανάπτυξη της ιστορίας του. Παραδίδεται μόνο στο συνειρμικό παραλήρημα της μνήμης του, επιστρατεύοντας την εσωτερική λογική του ονείρου προκειμένου να αναπλάσει σουρεαλιστικές εικόνες αμίμητης ομορφιάς, όλες ψηφίδες ενός κόσμου όπου η προσωπική ακεραιότητα και η πολιτική εμπλέκονται σε μία ανίερη μάχη για την κατάκτηση της ψυχής του ποιητή.
 

 

 

ΣΤΑΛΚΕΡ (1979)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Μπόρις& Αρκάντι Στρουγκάτσκι, (βασισμένο στην νουβέλα των ίδιων “Roadside Pic-nic”)
Φωτογραφία: Αλεξάντρ Νιατσίνσκι
Μοντάζ: Λ. Φεϊγκίνοβόι
Πρωταγωνιστούν: Αλεξάντρ Καϊντανόφσκι, Νικολάι Γκρίνκο, Ανατόλι Σολονίτσιν, Αλίσια Φρίντλιχ, Νατάσα Αμπράμοβα.
Μια μεταφυσική αλληγορία, ντυμένη την αποκριάτικη φορεσιά μιας περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας, που λαμβάνει σάρκα και οστά ανάμεσα στην ολοκληρωμένη κίνηση και την ελλειπτική στασιμότητα του σεναρίου αλλά και των ερμηνειών. Σε έναν στεγνό φουτουριστικό κόσμο, βαμμένο με απελπισμένα χρώματα, σκληρό και βιομηχανικό, υπάρχει μια απαγορευμένη ζώνη. Και μέσα σε αυτήν θαμμένο στην καρδιά της ένα θαυματουργό δωμάτιο, μέσα στο οποίο λέγεται πως ότι ο καθένας ψάχνει να βρει το ανακαλύπτει. Οι αρχές (η εκάστοτε εξουσία) έχουν αποκλείσει την πρόσβαση σε αυτό το μαγικό χώρο. Η ζώνη δεν υπάρχει στους χάρτες. Κανένα μέσο συγκοινωνίας δεν κάνει στάση εκεί κοντά. Η νεκρή έρημη περιοχή γύρω από τη ζώνη δεν κατοικείται. Για κάθε απαγορευτικό μέτρο όμως, υπάρχουν αντίμετρα. Για κάθε πανώλη η θεραπεία. Έτσι κι εδώ υπάρχουν οι παράνομοι “στάλκερς” που οδηγούν τους ονειροπόλους ταξιδιώτες στο μαγικό δωμάτιο. Εμείς ακολουθούμε την ιστορία ενός από αυτούς καθώς έχει αναλάβει την επιτυχή ολοκλήρωση του ταξιδιού ενός συγγραφέα και ενός καθηγητή προς το κέντρο της ζώνης. Κανείς δεν θέλει αυτό το ταξίδι. Ούτε το κράτος, ούτε η γυναίκα του στάλκερ, ούτε καν η ίδια του η λογική. Παρόλα αυτά ο στάλκερ γνωρίζει πως σε αυτό το ταξίδι δεν θα σταματήσει έξω από το δωμάτιο, αλλά θα θελήσει και αυτός να βρει τη σωτηρία μέσω της εκπλήρωσης των ονείρων του. Το τέταρτο φιλμ του Ταρκόφσκι, είναι μια άποψη ζωής αδιάβλητη από εξωτερικούς παράγοντες όσο ισχυροί ή πιστικοί και αν είναι αυτοί. Όπως η τυφλή πίστη, ο αμοραλισμός της επιστήμης, ο τρόμος του κράτους, η σαγήνη του έρωτα. Τίποτα δεν είναι ικανό να σταματήσει ένα άνθρωπο όταν εκείνος αποφασίσει να ανακαλύψει τον εαυτό του. Το μεθοδικό tracking, οι νωχελικές, υπολογισμένες κινήσεις των πρωταγωνιστών, αλλά και η εκτυφλωτικά ντοκυμανερίστικη φωτογραφία, κάτω από την επίβλεψη ενός άψογου σκηνοθέτη – ενορχηστρωτή προσδίδουν σε αυτή την επίπονα συνειδητή ταινία, διαστάσεις έπους.
 

 

 

ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (1983)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Αντρέι Ταρκόφσκι –Τονίνο Γκουέρα
Φωτογραφία: Τζουζέπε Λάντσι
Μοντάζ: Αμεντέο Σάλφα, Ερμίνια Μαρόνι
Πρωταγωνιστούν: Όλεγκ Γιανκόφκσι, Ντομιτσιάνα Τζιορντάνο, Έρλαντ Γιόζεφσον, Πατρίτσια Τερένο.
Ποιος είναι ο χειρότερος κηνυγός; Ποια η απειλητικότερη σκιά; Ποια η κατάρα; Ποια η αρρώστια που κανένας άνθρωπος δεν θέλει πίσω του ή επάνω του; Ο Ταρκόφσκι λέει νοσταλγία και με αυτή τη γλυκιά μελαγχολική λέξη, εννοεί, όπως πάντα, τα πάντα. Από τον έρωτα έως το θάνατο. Η Νοσταλγία για τον Ταρκόφσκι δεν είναι απλά ένα συναίσθημα. Είναι μια κατάσταση στην οποία ζεις καθημερινά και μέσα από το πρίσμα της οποίας βλέπεις και αντιμετωπίζεις τον κόσμο. Ο Αντρέ Γκορτσάκωφ είναι ένας εθελοντής εξόριστος, καθηγητής αρχιτεκτονικής που ακολουθεί τα ίχνη ενός γνωστού Ρώσου μουσικού του 18ου αιώνα στη Β. Ιταλία. Εκεί γνωρίζει τηΓιουτζίνια, εκεί και τον Ντομένικο και συνδέεται άμεσα και άρρηκτα και με τους δύο. Η γυναίκα είναι ο έρωτας, ο άντρας-φίλος είναι ο θάνατος, ή μάλλον η πορεία προς αυτόν. Στο τέλος της ταινίας με ένα αναμμένο κερί στο χέρι έχοντας απορρίψει και απόρριφθεί από τον έρωτα, έχοντας εστερνιστεί και το ρόλο του φίλου του Ντομένικο, ο Γκόρτσακωφ ανακαλύπτει τα μυστικά της ίδιας του της ύπαρξης, ενώ οδηγείται στο θάνατο γνωρίζοντας την αιτία. Οι ενοράσεις της μακρινής πατρικής γης, καθώς το χιόνι σκεπάζει τους καταπράσινους λόφους της αποδεικνύουν πως η αιτία που ο άνθρωπος πεθαίνει είναι η νοσταλγία για αυτό που κάποτε, πριν φτάσει για τον εαυτό του. Η τελευταία σκηνή της “Νοσταλγίας”, είναι από αυτές που σε κάνουν να μη θες ποτέ να φύγεις από τη σκοτεινή αίθουσα.
 

 

 

 
Η ΘΥΣΙΑ (1986)
Σκηνοθεσία: Αντρέι Ταρκόφσκι
Σενάριο: Αντρέι Ταρκόφσκι
Φωτογραφία: Σβέν Ταρκόφσκι
Μοντάζ: Αντρέι Ταρκόφσκι – Μιχάλ Λεστσιλόφσκι
Πρωταγωνιστούν: Έρλαν Γιόζεφσον, Σούζαν Φλίτγουντ, Βαλερί Μερέζ, Άλαν Έτβαλ.
Το τελευταίο φίλμ του Αντρέι Ταρκόφσκι και το πρώτο που είχε απήχηση στο αμερικάνικο κοινό, αλλά και σινεμά. Κάτι τέτοιο δεν είναι περίεργο. Όλο το έργο αυτού του δημιουργού αγγίζει θέματα τόσο σύνθετα και πτυχές της ανθρώπινης πραγματικότητας τόσο σκοτεινές και βαθιές συνάμα που οι περισσότεροι αμερικανοί σκηνοθέτες δεν τολμούν καν να πλησιάσουν, πόσο μάλλον να κατανοήσουν. “H Θυσία” ως ταινία είναι μια κραυγή, που ίσως δεν χαρακτηρίζεται από την έντασή της. Μία κραυγή όμως τόσο υπόκωφη και τέτοιας διάρκειας που αντηχεί στο κεφάλι σου για χρόνια αφ’ ότου τη δεις. Στην αρχική σεκάνς βρίσκουμε τον Αλεξάντερ να φυτεύει ένα δέντρο παρέα με τον εξάχρονο γιο του, πλάι στην αμμουδερή γυμνή ακτή όπου η οικογένεια κάνει διακοπές. Πληροφορούμαστε όπως και οι πρωταγωνιστές ότι ο Τρίτος Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει και πως η ολοκληρωτική καταστροφή της Γηραιάς Ηπείρου είναι αδιαμφισβήτητο πως θα συμβεί. Ο άνθρωπος αντιμετωπίζει το πεπρωμένο του, κάνει απολογισμό της ζωής και υπολογισμό των συνεπειών της. Δέχεται το τέλος του. Όχι όμως αναντίρρητα. Το γεγονός ότι δεν πεθαίνει μόνος, αλλά μαζί με την ίδια την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό της κάνει το φορτίο ασήκωτο. Τον ρίχνει στα γόνατα. Και ο άνθρωπος, ο Αλεξάντερ, ζητάει συγχώρεση από το δημιουργό του. Είναι τέτοιος ο πόνος του που δεν παρακαλάει, δεν προσεύχεται για τη ζωή του. Εκλιπαρεί το όποιο υπέρτατο όν για τη σωτηρία της ανθρωπότητας θυσιάζοντας ως αντάλλαγμα, ότι του ανήκει, μέχρι και τη ζωή του γιού του. Ας γίνει η προσωπική του οντότητα, η εξιλέωση του ανθρώπινου είδους για τα εγκλήματα του ενάντια στον κόσμο του. Στον κόσμο τον πνευματικό, τον ψυχικό, τον φυσικό. Η θυσία είναι μια ταινία για όλα τα όμορφα πράγματα που αξίζει να έχει στη ζωή και που δεν αξίζει να τα χάσει στο βωμό οποιουδήποτε κέρδους και οποιασδήποτε εξουσίας. Το γεγονός ότι σε λιγότερο από ένα χρόνο από την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Ταρκόφσκι πεθαίνει από καρκίνο δίνει απλά στο όνομά του και στο έργο του διαστάσεις μύθου.
 
O Βάσος Γεώργας έχει επιμελήθει
την έκδοση όλων των ταινιών
του Ταρκόφσκι στην Ελλάδα,
σε συνεργασία με την εταιρεία RUSCICO
σε διπλά DVD, με “ακυκλοφόρητο” υλικό
μαρτυρίες και έξτρα Ντοκιμαντέρ.
Ο αίμνηστος κριτικός Μπάμπης Ακτσόγλου
είχε σημειώσει στο περιοδικό ΑΘΗΝΟΡΑΜΑ
για αυτή τη κυκλοφορία :
“πρόκειται ίσως για την πιο
ολοκληρωμένη κι ευαίσθητη έκδοση των
ταινιών του Ταρκόφσκι στην Ευρώπη”.
Επίσης ο γράφων έχει οργανώσει και επιμεληθεί
το μοναδικό Φεστιβάλ που έγινε ποτέ για τον Α.Τ.
τον Απρίλιο του 2000 στο σινέ ΑΣΤΥ
με προβολή όλων των ταινιών (και των μικρού μήκους)
και με έκθεση φωτογραφίας σε συνεργασία
με το Ίδρυμα Ταρκόφσκι.

Reply