αυτο το αυλο πραγμα, η δολοφονος αγαπη

Clipart Radio


ΒΑΣΙΛΗΣ: (Σε δικαίωση) Η φιλία ανυψώνει, συγχωρεί,

«ου ζηλοί, ου ζητεί τα εαυτής!» Στο Αφγανιστάν χτυπάει
όλμος τον Ηλία Κατσιφώλη και το πόδι του κρέμεται από
μία πέτσα. Και τον φορτώνεται ο Χρήστος Φατούρος από
το Τουρκολέκα και πίσω τούς κυνηγάνε οι Ταλιμπάν.
Κανονικά, με τέτοιο φόρτωμα δεν προλαβαίνει να φτάσει
στη Δύναμη του ΟΗΕ. Και αντί ν’ αφήσει τον Κατσιφώλη
και να τρέξει να σωθεί, προτιμάει να πεθάνει μαζί του.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Πεθαίνει;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Δε πεθαίνει! Διότι μόλις τούς φτάνουν οι Ταλιμπάν
βγαίνει η Δύναμη του ΟΗΕ και τους διώχνει! Στο χειρουργείο
οι γιατροί σώζουν το πόδι τού Κατσιφώλη!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εντυπωσιασμένος) Φσσςς!
ΒΑΣΙΛΗΣ: ..Και γυρίζει στη Καλαμάτα καί κληρονομεί τα
τρία μαγαζιά και τις λίρες τού πατέρα του και διατρέφει
το Φατούρο αγογγύστως. «Χρήστο» τού λέει, «σού χρωστάω
τη ζωή μου. Εχουμε λεφτά, δε χρειάζεται να εργαστείς»!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Με θαυμασμό) Και δεν εργάζεται;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Δεν εργάζεται.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εντυπωσιασμένος) Φσσςς!
ΒΑΣΙΛΗΣ: ..Καί πάει στα λουτρά Ηραίας λόγω ρευματισμών
και βλέπει καλό στην υγεία αλλά ερωτεύεται τη δεκαοχτάχρονη
κόρη τού ξενοδόχου. Ζητάει το χέρι της, ο ξενοδόχος το δίνει
και τηλεφωνεί στο Φατούρο. Φτάνει ο Φατούρος με
μοτοσυκλέτα, φορτώνουν την κοπέλα στο καλάθι, περνούν
τού Παλούμπα, πέφτουνε νύχτα στο Λάδωνα και ίσια
Καλαμάτα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Σε θαυμασμό) Φσσςς!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Πρέπει να σού πώ, όταν τη βγάλαν στην πλατεία,
η κοινωνία τής Καλαμάτας έμεινε άφωνη! Μιλάμε για
τέτοια ομορφιά!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: Ο πατέρας της;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ο πατέρας της πάει στην αστυνομία, του λένε:
«η κόρη σου είναι ενήλικη!»
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Συμφωνεί) Δεκαοχτώ!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Ο Κατσιφώλης ανοίγει σαλόνι, δεξιώσεις, γεύματα,
απογευματινά τέϊα. Μύθος! Ζεί την ευτυχία που μέχρι τότε
δεν είχε γνωρίσει.. Αλλά, άλλα η μοίρα τού ετοιμάζει.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Τον κοιτάζει, ανήσυχος)
ΒΑΣΙΛΗΣ: ..Τη μικρή ερωτεύεται και ο Φατούρος!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Κατάπληκτος) Φσςς!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Προσπαθεί να τής ξεφύγει! Πιάνει δουλειά στην
πλινθοποιία-κεραμοποιία Καρούτζου, όλη μέρα στη λάσπη.
Το μεσημέρι δε τρώει . Το βράδυ κάθεται κάτω απ’ το
ντεπόζιτο και οι στάλες σκάνε στο κεφάλι του!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εκπληκτος) Γιατί;
ΒΑΣΙΛΗΣ: (Με αυθεντία) Για το «μαρτύριο τού κινέζου»!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εκπληκτος) Φσσςς!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Τη νύχτα κατεβαίνει στη θάλασσα και κολυμπάει
χίλια πεντακόσια μέσα (δείχνει) ..και χίλια πεντακόσια
έξω. Γυρίζει βρεμένος στο σπίτι και πέφτει για ύπνο στα
πλακάκια τής κουζίνας, χωρίς κουβέρτα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Κατάπληκτος) Γιατί;
ΒΑΣΙΛΗΣ: (Αναμμένος) ..Γιά ν’ αρπάξει πνευμονία!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εξουθενωμένος) Αρπάζει;
ΒΑΣΙΛΗΣ: Δε προλαβαίνει! Μιά παγωμένη νύχτα Ιανουαρίου
δε βγαίνει από τη θάλασσα!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Σε τρόμο, περιμένει)
ΒΑΣΙΛΗΣ: (Σε συγκίνηση) ..Βλέπει μακρυά τα φώτα τής
Καλαμάτας. Ακούει τις νυχτερινές μουσικές, τα γέλια τών
ερωτευμένων. Βουρκώνει.. Όχι! Δε θα προδώσει το φίλο
του! Αφήνει τα χέρια του και η θάλασσα τον τραβάει στα
σκοτεινά βάθη. Η δολοφόνος αγάπη!
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ: (Εξουθενωμένος) ..Η δολοφόνος αγάπη!
ΒΑΣΙΛΗΣ: Αυτό το άϋλο πράγμα! Το ζείδωρο αεράκι που
αναδεύει τα μαλλιά των κοριτσιών! Μη σε πάρει από κάτω!
(Αναρριγά σαν να κρυώνει) Μπρρρ! Κοντά να πάει και
μακρυά ναρθεί!
Ο Παναγιώτης σταυροκοπιέται μουλωχτά, βγάζει τσιγάρο,
το ανάβει, τραβάει μια ρουφηξιά,
πνίγει την κάφτρα στα δάχτυλά του
καί ξεφυσάει τον καπνό.
από το απίστευτο σενάριο του Σταύρου Τσιώλη
του πιό υπέροχου δημιουργού στο σύμπαν
με το τον τίτλο ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΠΑΡΑΒΑΣΗ
κατ΄αποκλειστικότητα για εσάς…

Reply