ΚΑΙ ΛΙΓΗ ΤΑΠΕΙΝΗ ΠΟΙΗΣΗ

Clipart Radio


Ξέρω έναν κύριο παράξενο πολύ

που λόγια πάντ’ αλλόκοτα μιλεί
για το Παρίσι
στην συντροφιά μας όταν έρθει να καθίσει.
Λένε γι’ αυτόν
πως από τα μαθητικά του χρόνια είχεν ορίσει,
μοναδικό
μες στη ζωή του ιδανικό
να πάει στο Παρίσι.
Χρόνια και χρόνια τον μεθούσε
τ’ ονειρεμένο αυτό ταξίδι
που ποθούσε.
Παντού για κείνο συζητούσε·
μες στα όνειρά του αυτό θωρούσε·
τόσο, που ο πόθος του με τον καιρό
του ’γινε μες στην ύπαρξή του ένα στολίδι
λαμπρό.
Να πάει στο Παρίσι…
Για το ταξίδι αυτό τ’ ονειρευτό
σκότωνε φευγαλέες επιθυμίες
και έκανε αιματηρές οικονομίες
για να το πραγματοποιήσει.
Να πάει στο Παρίσι…
Και να,
που κάποια μέρα στα στερνά
το κατορθώνει.
Κι ένα πρωί μέσα στου τρένου ένα βαγόνι
για το Παρίσι μεθυσμένος ξεκινά.
– Μα,
μόλις αντίκρισε μακριά τον πύργο του Άιφελ
ν’ αχνοδιαγράφεται στο φόντο τ’ ουρανού,
φριχτή μια σκέψη εισόρμησε στην κάμαρα
του νου:
«Κι ύστερα; Κι ύστερα τι θα γινόταν;
Πώς θα μπορούσε πια να ζήσει
με δίχως τη λαχτάρα αυτή για το Παρίσι;»
Γιατί ένιωθε τώρα καλά πως όταν
σε λίγο στο Παρίσι θα βρισκόταν
μέσα σ’ ελάχιστο διάστημ’ ασφαλώς,
θα το βαριόταν.
Και τότε;
– Και τότε
πήρε μια τεράστια απόφαση
που ως τώρα δεν ευρέθηκε να του τη συγχωρήσει
κανείς.
Αντίς να προχωρήσει στο Παρίσι
κατέβηκε σ’ ένα προάστιο,
στο Σαιν Ντενίς.
Και το πρωί απ’ την ίδια οδό
ξανάρθε εδώ.
– Και τώρα, σαν και τότε προτού φύγει, πάλι,
με μια λαχτάρα σαν και πριν μεγάλη,
μιλάει και λέει παντού, πως έχει ορίσει
μοναδικό
μες στη ζωή του ιδανικό
ν α π ά ε ι σ τ ο Π α ρ ί σ ι.
ΤO ΠΑΡΙΣΙ του Ορέστη Λάσκου

Ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης, είναι μόνο τρεις από τις ιδιότητες του πολυσχιδούς Ορέστη Λάσκου, του ανθρώπου με την άκρως καλλιτεχνική ψυχή που δεν δίστασε να παρατήσει τις σπουδές του στην Ιατρική και στη συνέχεια, εν μία νυχτί να το σκάσει κι από τη Σχολή Ευελπίδων, όπου σπούδαζε, για να αρχίσει τη δημιουργική περιπλάνησή του στο χώρο της Τέχνης.
Αρχικά, εμφανίστηκε ως ηθοποιός, έγραψε σενάρια («Μακριά απ’ τον κόσμο», «Παλιάτσος της ζωής», «Αστέρω», «Δάφνις και Χλόη», κ.ά.) αλλά λίγο αργότερα, το 1931, πέρασε πίσω από τον κινηματογραφικό φακό σκηνοθετώντας την ταινία «Δάφνις και Χλόη», που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του Ελληνικού Κινηματογράφου. Πέρασαν κάποια χρόνια, μεσολάβησε και η Κατοχή και στα 1945 ξανάπιασε τη σκηνοθετική μπαγκέτα για να γυρίσει τις «Ραγισμένες καρδιές», με τη Στέλλα Γκρέκα, η οποία υπήρξε η πρώτη σύζυγός του.
Ο Ορέστης Λάσκος ξαναπαντρεύτηκε το 1960 με την Μπεάτα Ασημακοπούλου, δίπλα στην οποία έζησε ως το θάνατό του, και από την οποία απέκτησε ένα γιο. Χρειάστηκε να μεσολαβήσουν άλλα οκτώ χρόνια ως την επόμενη ταινία του, την «Ωραία του Πέραν».
Έκτοτε, άρχισε, ουσιαστικά, η καριέρα του στον κινηματογράφο και συνεχίστηκε αδιάκοπα ως το 1971. Το 1953, ο Ορέστης Λάσκος ξεκίνησε τη συνεργασία του με τη Φίνος Φιλμ, με την ταινία «Γκόλφω» και συνέχισε στην ίδια εταιρεία και το 1954 με την ταινία η «Άγνωστος». Επρόκειτο για μεταφορά της μεγάλης θεατρικής επιτυχίας της Κυβέλης, η οποία σ’αυτή τη μία και μοναδική εμφάνισή της στη Μεγάλη Οθόνη κράτησε και πάλι τον ομώνυμο ρόλο.
Ακολούθησαν μια σειρά από ταινίες (κυρίως με άλλες κινηματογραφικές εταιρείες), κάποιες από τις οποίες έγιναν ιδιαίτερα αγαπητές από το ευρύ κοινό:

  • «Φτωχαδάκια και λεφτάδες»
  • «Για ποιόν χτυπάει η κουδούνα»
  • «Η φτώχεια θέλει καλοπέραση»
  • «10 μέρες στο Παρίσι»
  • «Το έξυπνο πουλί» κ.ά.

Ο Ορέστης Λάσκος υπήρξε ένας ευαίσθητος καλλιτέχνης από την αρχή ως το τέλος της ζωής του κι έτσι έμεινε στη μνήμη όλων όσοι τον γνώρισαν. Αγάπησε με πάθος τον Κινηματογράφο και δε θέλησε ποτέ να τον προδώσει, γι’ αυτό και αρνήθηκε πεισματικά να ασχοληθεί με την τηλεόραση.
Αξιοσημείωτη ήταν και η ποίηση του Ορέστη Λάσκου, που, αν και είχε αποσπάσει ευνοϊκές κριτικές, δεν έτυχε, δυστυχώς, ανάλογης αναγνώρισης, έστω κι αν ο Κωστής Παλαμάς είχε διακρινει στα ποιήματα του Λάσκου τη στόφα ενός μεγάλου ποιητή.

Reply