οι ηρωες μας, ειναι μαυρα πουλια
Clipart Radio
Πάντα η ίδια έκφραση. «… Η έκφραση ενός άντρα που σκεπτόταν και αισθανόταν κάτω από την εξωτερική ηρεμία, τόσο που δεν χρειαζόταν καν να υποκριθεί στην επιφάνεια» σημειώνει ο ιστορικός του σινεμά Ντέιβιντ Τόμπσον. Ετσι όπως περίπου παρατηρεί ο ταξιτζής στον «Αμαρτωλό και δολοφόνο», μια από τις πιο χαρακτηριστικές ταινίες του Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Ο ηθοποιός Λι Μάρβιν το έθεσε με απλούστερα λόγια: «Η ομορφιά αυτού του ανθρώπου; Είναι τόσο ακίνητος. Κινείται και όμως δεν κινείται».
Και όμως τα κοιμισμένα μάτια του Ρόμπερτ Μίτσαμ μας υπνώτισαν όχι μόνο μέσα από δεκάδες καλές και κακές ταινίες αλλά και από σκάνδαλα, όπως εκείνο με τα ναρκωτικά το 1948 όταν φυλακίστηκε για κατοχή μαριχουάνας.
Εχασε τον πατέρα του πολύ νωρίς και του στοίχισε.
Το αποτέλεσμα ήταν να φύγει 16 μόλις χρόνων από το πατρικό του, στο Μπρίτζπορτ του Κονέκτικατ, αναζητώντας την τύχη του στη Νέα Υόρκη.
Οπως τόσοι ηθοποιοί της γενιάς του, έκανε δεκάδες επαγγέλματα, ένα από τα οποία ήταν του μποξέρ (έτσι έσπασε τη μύτη του), προτού τελικά καταλήξει στο Χόλιγουντ όπου έμαθε την «κουζίνα» δουλεύοντας βοηθός σεναριογράφων, παραγωγών και σκηνοθετών.
Το 1943 βγήκε στο σινεμά ως κομπάρσος σε ταινίες του γουέστερν ήρωα Χόπαλονγκ Κάσιντι, αλλά και σε μία του ντουέτου Χονδρός – Λιγνός.
Κυνικός ως το κόκαλο, ο Μίτσαμ δεν είχε κανένα πρόβλημα στο να δηλώσει αργότερα την ανία του όταν παρακολουθεί σινεμά και ιδιαιτέρως τις δικές του ταινίες, ενώ στις ιστορίες του για τη λειτουργία του συστήματος στο Χόλιγουντ ήταν ολοφάνερο ότι μέσα του το είχε από πολύ νωρίς απομυθοποιήσει.
Για παράδειγμα, αμέσως μετά την πρώτη ταινία του «Happy serves a writ» «προήχθη» από κομπάρσος σε ηθοποιό, διότι ο ηθοποιός τον οποίο τελικά αντικατέστησε σκοτώθηκε.
Ως ηθοποιός πλέον έπρεπε απλώς να καβαλήσει το ίδιο άλογο. «Σταμάτησα να παίρνω στα σοβαρά το σινεμά πριν από πολλά χρόνια» είπε σε συνέντευξή του στα μέσα της δεκαετίας του ’80. «Επαιζα σε μια ταινία με την Γκριρ Γκάρσον και είδα ότι χρειαζόταν να γυρίσουν 125 φορές μια σκηνή όπου έλεγε ένα απλό “όχι”».
Ο Λάρι Κίνγκ, με εκατοντάδες συνεντεύξεις στο ενεργητικό του θυμάται με τρόπο τη συνάντηση τους. «Με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, η χειρότερη συνέντευξη της ζωής μου. Περάσαμε μια ολόκληρη ώρα να μου δίνει μονολεκτικές απαντήσεις. Κάποια στιγμή είχα απελπιστεί τόσο πολύ που αναγκάστηκα να τον ρωτήσω τι είχε φάει το μεσημέρι…».