Ο Γκουζγκούνης και η φυλή των χαμένων Αμαζόνων
Clipart Radio
[fblike]
του Βάσου Γεώργα/*/
Σεπτέμβριος. Αρχή μιας νέας δεκαετίας. Κατηφορίζοντας στη οδό Σκουφά, μαθητής στην τελευταία τάξη του Γυμνασίου, είχα πια έντονη τη βεβαιότητα ότι κάτι δεν πάει καλά με μένα (“me, myself and I”). Δεν πρόφτασα το ραντεβού μου στην Ομόνοια με τον Τάσο Ψαλτάκη. Θα προλαβαίναμε την απογευματινή παράσταση των πέντε, στο «Σταρ» της Αγ. Κωνσταντίνου: «Ο Γκουζγκούνης και η φυλή των χαμένων Αμαζόνων», σε σκηνοθεσία Όμηρου Ευστρατιάδη. Ο δρόμος με οδήγησε κατευθείαν στο νοσοκομείο με ηπατίτιδα προχωρημένης μορφής. Το κρεβάτι δε με χώραγε. Μου ήταν αδιανόητο το ότι οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν λίγο πριν προλάβω να παρακολουθήσω την παράσταση.
Όμως οι φίλοι που με επισκέφτηκαν με καθησύχασαν: το θέαμα είχε μεγάλη επιτυχία και μάλλον οι παραστάσεις θα συνεχίζονταν για πολλούς μήνες ακόμα, εκτιμούσαν. Όμως ένα μεσημέρι ήρθαν τα κακά μαντάτα. Από τις εφημερίδες έμαθα πως εισαγγελική αρχή κατέβασε το έργο και ακολούθησε αυτόφωρο, δικαστήριο κ.τ.λ. Ήταν μια εποχή όπου όλα με τρόπο γλυκό γινόντουσαν ένα ατέλειωτο χαρμάνι: το ελληνικό κράτος έκανε ασκήσεις ηθικής πάνω στον Μαρκήσι Ντε Σάντ, τον Μπωντλαίρ και τον Μπατάιγ, οι αστυνομικοί έκαναν κατασχέσεις σε βιβλιοπωλεία, ενώ την ίδια ώρα στην τηλεόραση οι διαφημιστές ισχυρίζονταν με τρομαχτική άνεση ότι η «δικιά μου είναι πιο μεγάλη» συγκρίνοντας τα προϊόντα τους με μέτρο τον Τζον Χόλμς. Ο σκηνοθέτης της παράστασης, απ’ ότι διάβασα, εμφανίστηκε ενώπιον των δικαστών αρχών και υπερασπίστηκε το έργο, καταγγέλλοντας μάλιστα το «μεσαιωνικό» κλίμα εκείνων των ημερών και τις διώξεις που είχαν ξεσπάσει. «Διώκομαι, κύριοι, όπως ο διάσημος συνάδελφός μου Μαρκήσιος Ντε Σάντ», είπε! Οι δικαστές φυσικά δεν επέδειξαν ουδεμία καλλιτεχνική ευαισθησία, και η παράσταση απαγορεύτηκε. Πλήρης απογοήτευση. Στον κρεβάτι του πόνου, χωρίς ελπίδα πια να απολαύσω επί σκηνής τον ήρωά μου.
Περνούν οι μέρες, και μετά ένα μήνα, απόγευμα, έρχεται ο Τάσος στο καφέ που συχνάζαμε με σπουδαία νέα. Η παράσταση θα ξανανέβαινε σε ένα κινηματογράφο στην αρχή της οδού Πειραιώς, το «Ελίτ». Το λειτουργούσε ένας δαιμόνιος επιχειρηματίας, ο Γιάννης Κασπίρης, που ταυτόχρονα παρήγαγε και πορνό φιλμ με την επωνυμία Ελίτ Φίλμς. Το «Ελίτ», πιο απομακρυσμένο από το κέντρο, πιο περιθωριακό, αποδείχτηκε ιδανικός χώρος για να φιλοξενήσει ένα τέτοιο καλλιτεχνικό γεγονός. Γρήγορα αυτή τη φορά, τρέξαμε για να προλάβουμε, πριν ξυπνήσει η συνείδηση κανενός αστυνομικού ή εισαγγελέα. Και βεβαίως μείναμε άφωνοι για πολύ καιρό…
Η παράσταση είχε συνολική διάρκεια γύρω στα 80 λεπτά με ένα διάλειμμα. Το «Ελίτ» σαν κινηματογράφος δεν είχε την κτιριακή υποδομή ενός θεάτρου. Με απλά λόγια, είχε μια σχετικά μικρή σκηνή και καθόλου καμαρίνια, ούτε καν παρασκήνια για την είσοδο και έξοδο των ηθοποιών. Το πρόβλημα αυτό είχε λυθεί ως εξής: στον έναν τοίχο του κινηματοθεάτρου είχε προσαρμοστεί σκαλωσιά οικοδομών, σαν ένα είδος γέφυρας που συνέδεε τη μικρή σκηνή της οθόνης με τον εξώστη και την καμπίνα προβολής, την οποία χρησιμοποιούσαν σαν καμαρίνι. Έτσι, ο ηθοποιός, για να βρεθεί στη σκηνή έπρεπε να διασχίσει όλη την αίθουσα κατά μήκος, πάνω από τη σκαλωσιά. Ένας δαιμόνιος σκηνοθέτης είχε εντάξει αυτή την ιδιαιτερότητα μέσα στην παράσταση με τόσο δημιουργικό τρόπο που θα τον ζήλευε και ο πιο ευφάνταστος νους. Οι παραστάσεις ξεκινούσαν από το πρωί (αν δεν κάνω λάθος από τις 11:00) και συνεχίζονταν ανά δίωρο ως αργά το βράδυ με μια μεταμεσονύκτια κάθε Παρασκευή και Σάββατο. Οι δρόμοι γύρω από «Ελίτ» γέμιζαν με πούλμαν από την επαρχία: Θήβα, Βόλος, Λαμία, Λάρισα, όλοι παρόντες στο ερωτικό προσκλητήριο. Οι πρώτες πρωινές παραστάσεις είχαν πληρότητα 60-70%, αλλά από το μεσημέρι και ύστερα έπρεπε να περιμένεις στην ουρά υπομονετικά για να εξασφαλίσεις μια θέση.
Η υπόθεση: ο θαλασσόλυκος Γκουζγκούνης (μια μετεμψύχωση του καρτερικού Οδυσσέα), έμπειρος καπετάνιος, και οι τρεις μούτσοι του, ναυαγούν μεσοπέλαγα. Στην πρώτη σκηνή, θριαμβευτική είσοδος του Γκουζγκούνη από τη σκαλωσιά: μπροστά αυτός και πίσω του οι σύντροφοι-μούτσοι, με αργό βήμα να περπατούν προς τη σκηνή και να κουνάνε τα χέρια τους σαν να κολυμπάνε. Μόλις φτάσουν στη σκηνή ο Γκουζγκούνης εμψυχώνει τα παλικάρια του, αφού μπροστά του βλέπει στεριά.
Και πράγματι, στη μέση της σκηνής, ένα συνονθύλευμα από πλαστικά λουλούδια, μερικούς βράχους και δέντρα, όλα από φελιζόλ, παρίστανε το περιβάλλον ενός έρημου νησιού. Έρημου; Όχι, το νησί κατοικείται από μια άγρια φυλή Αμαζόνων, με έκδηλο αυταρχισμό και ακραίες τάσεις μισανδρισμού. Αφού ξελογιάσουν τους ναυτικούς που ξεβράζονται στο νησί, τους εξοντώνουν κάνοντας σεξ. Όσα παιδιά γεννιούνται αγόρια πετιούνται στη θάλασσα και μόνο τα θηλυκά κρίνονται άξια να ζήσουν, για να διατηρηθεί η καθαρότητα της φυλής. Φριχτή μοίρα για τον δύσμοιρο Γκουζγκούνη, που όμως θα αποδειχτεί μια φοβερή μηχανή του σεξ, η οποία όχι μόνο θα εξοντώσει τις Αμαζόνες, αντί να τον εξοντώσουν αυτές, αλλά θα καταστρέψει εκ βάθρων τη βάρβαρη αυτή κοινωνία! Το σπουδαιότερο:όλες οι ατάκες των ηθοποιών είναι γραμμένες σε έμμετρο στίχο, με ομοιοκαταληξία, ακριβώς σαν να άκουγες στίχους της «Οδύσσειας» σε πρόχειρη μετάφραση. Πλακώνουμε και γράφουμε με χαρτί και μολύβι όσους στίχους προλαβαίνουμε. Το θέαμα με συντάραξε….
Τις επόμενες μέρες, με ένα συμμαθητή μου, τον Σταμάτη, σε ένα καφέ, μέσα σε δύο ώρες κάνουμε μια επεξεργασία κειμένου: τι θέλει να πει ο ποιητής (κυριολεκτικά ποιητής(, και σκαρώσαμε απαντήσεις. Οργανώνουμε μια ομαδική κοπάνα από το μάθημα των Θρησκευτικών, και καμιά τριανταριά άτομα στεκόμαστε στην ουρά του «Ελίτ». Πλησιάζω στο ταμείο και κάνω μια γρήγορη διαπραγμάτευση: «Είμαστε 30 άτομα, να πληρώσουμε 20 εισιτήρια και να μπούμε;»
Ο ταμίας χάνεται πίσω από τη μικρή πόρτα, για να εμφανιστεί σε κλάσματα δευτερολέπτου με τη σύμφωνη γνώμη του αφεντικού. Γλιστράμε στην αίθουσα και κατευθυνόμαστε στον εξώστη, όπου καταλαμβάνουμε τις τρεις πρώτες σειρές των καθισμάτων. Η παράσταση ξεκινά στην ώρα της. Το θέατρο ξεχειλίζει από θεατές. Περιμένουμε συνεννοημένοι τη σκηνή όπου ο Γκουζγκούνης θα πετάξει τη φοβερή ατάκα: «Βλέπω δε φοράς βρακάκι, θα σ’ το φάω το μουνάκι!» Όλοι μαζί, με μια φωνή, με φοβερό πάθος, λες και ήμασταν κι εμείς μέρος της παράστασης, απαντάμε: «Φάτο όλο, φάτο όλο, να την πάρεις κι απ’ τον κώλο!»
Στην αρχή οι «ηθοποιοί» παραξενεύτηκαν, αλλά μετά από λίγο, καθώς εμείς συνεχίσαμε να απαντάμε σε κάθε τους ατάκα, το συνήθισαν τόσο που μας έδιναν πάσες με θεατρικό επαγγελματισμό. Οι υπόλοιποι θεατές την είχαν καταβρεί, σε σημείο που, μετά από κάποιες ατάκες, να χειροκροτούν με δύναμη. Στο διάλειμμα πλησιάζει τα καθίσματά μας μια περίεργη φάτσα μαζί με δυο φουσκωτούς. «Ποιός είναι ο επικεφαλής εδώ;», ρώτησε. Προσπαθώ να φανταστώ τι ξύλο θα φάμε ή, στην καλύτερη περίπτωση, ότι θα μας πετάξουν έξω. Λάθος. Ο ιδιοκτήτης του «Ελίτ» αυτοπροσώπως, ο τρομερός και φοβερός Γιάννης Κασπίρης aka The Great Berto, ήθελε να μας κεράσει από τρία καφάσια μπίρα και να μας προσφέρει για κάθε επιπλέον χάπενινγκ («ακόμη και κάθε μέρα, άμα θέλετε») δωρεάν είσοδο, μπίρες και ένα μικρό χαρτζιλικάκι!
Για λίγο καιρό παρακολουθήσαμε την ανεπανάληπτη αυτή παράσταση, σε σημείο που διάφοροι θεατές ρωτούσαν στο ταμείο: «Είναι πάνω τα παιδιά; Ξέρετε τι ώρα θα έρθουν;» Και δε θα ξεχάσω τη μοναδική εικόνα ενός γεροντάκου με άψογο παλαιολιθικό ντύσιμο (σακάκι, γιλέκο, πουκάμισο, παπιγιόν, καπελάκι και μπαστούνι), στην πρώτη σειρά, σχεδόν ένα βήμα από τη σκηνή, και να παρακολουθεί καθημερινά το σόου. Ο υπερήλιξ ήταν σφοδρά ερωτευμένος με μία από τις Αμαζόνες (την πιο μικρή στα χρόνια, μια μελαψή, μάλλον τσιγγάνα). Αυτή το είχε αντιληφθεί και του πέταγε πλαστικά λουλούδια που μάδαγε από το σκηνικό, με αποκορύφωμα ένα νούμερο της όπου αυτοϊκανοποιείτο με ένα πλαστικό μπουκάλι, που υποτίθεται ότι το είχε ξεβράσει η θάλασσα! Εκτελούσε λοιπόν το νούμερό αργά, νωχελικά, βάζοντας και βγάζοντας το μπουκάλι στο αιδοίο της, μπροστά σχεδόν στο πρόσωπο του γεροντάκου, που γούρλωνε τα μάτια του ιδρώνοντας Όλος ο κινηματογράφος στο πόδι:»Πανάξιος, πανάξιος!» Όταν η «ηθοποιός» τελείωνε το νούμερο της, αυτός άπλωνε το χέρι του στο διπλανό κάθισμα, έπιανε και της πρόσφερε ένα κατακόκκινο λουλούδι, όπως θα έκανε κανείς για μια λυρική τραγουδίστρια.
Βέβαια, με τόσες παραστάσεις τη μέρα οι μούτσοι άρχισαν να κάμπτονται- ακόμα κι αυτός ο μοναδικός Κώστας Γκουζγκούνης. Οι θεατές άρχισαν να κάνουν επικλήσεις, να ουρλιάζουν «μη μας εγκαταλείπεις» ή να ψάλλουν τον Ακάθιστο Ύμνο! Ωστόσο, πάνω στον ενάμιση μήνα ο Γκουζγκούνης εγκαταλείπει την παράσταση. Ο δαιμόνιος θεατρικός επιχειρηματίας ανακαλύπτει για δεύτερη φορά την Αμερική: προσλαμβάνει άτομο με το ίδιο περίπου ύψος και βάρος με τον Γκουζγκούνη, τον κουρεύει γουλί και τον βγάζει στη σκηνή χωρίς την παραμικρή ανακοίνωση. Πολλοί θεατές πίστευαν ότι έχουν μπροστά τους ολοζώντανο το μυθικό πρότυπο.
Ένα βράδυ μας φωνάζει στο γραφείο του: “Μάγκες, εσάς που πιάνει η πένα σας και κατεβάζει ιδέες η κούτρα σας, πόσες μέρες χρειάζεστε να γράψετε ένα εργάκι να το ανεβάσουμε ατάκα;” Ο σκηνοθέτης της παράστασης είχε κάνει ασφαλιστικά μέτρα «για παραποίηση του καλλιτεχνικού του έργου» (ναι, έτσι ακριβώς). Φυσικά το έργο δεν γράφτηκε ποτέ, και μετά από ένα χρόνο το «Ελίτ» έκλεισε για πάντα. Απ’ ότι ξέρω παρόμοια παράσταση δεν ανέβηκε ποτέ ξανά.
από το βιβλίο GREEK EROTICA – Εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος