Ο κόσμος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα τεράστιο τσίρκο

Clipart Radio

[fblike]
 

 
Ο Φελίνι έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην επιλογή των προσώπων. Δημοσίευε μία αγγελία πριν γυρίσει μια ταινία και μετά έβλεπε μόνος του χιλιάδες ανθρώπους πριν επιλέξει τους κατάλληλους. Το κριτήριό του δεν ήταν η υποκριτική τους ικανότητα, αλλά η ιδιαιτερότητα της φυσιογνωμίας τους. Συχνά στις ταινίες του έχουν παίξει άνθρωποι, εντελώς άσχετοι με τον κινηματογράφο, είτε κανονικούς ρόλους, είτε ρόλους κομπάρσων.

Αισθητικά, το Φελινικό έργο μπορεί να ειδωδεί σαν μια απόπειρα του σκηνοθέτη να πραγματοποιήσει μία μετάβαση από αφηγήσεις που υπακούουν σε στερεότυπα (αφηγηματικά, ή ιδεολογικά) και κοινωνικές δεσμεύσεις, σε αφηγήσεις που αρνούνται κάθε λογική αιτιότητα, ελεύθερες από τους αφηγηματικούς κανόνες και τους νόμους της δραματουργίας.

“Δεν είναι η δική μου μνήμη που κυριαρχεί στις ταινίες μου. Tο να πει κανείς ότι οι ταινίες μου είναι αυτοβιογραφικές, είναι μια αβασάνιστη κρίση, μια βιαστική ταξινόμηση. Έχω επινοήσει σχεδόν τα πάντα: παιδική ηλικία, προσωπικότητα, νοσταλγίες, όνειρα, αναμνήσεις, για την καθαρή απόλαυση του να μπορέσω να τις αφηγηθώ. Mε την έννοια του ανέκδοτου, της πραγματικής βιογραφίας, στις ταινίες μου δεν υπάρχει τίποτα. Aυτό που ξέρω είναι ότι επιθυμώ να αφηγηθώ. Πραγματικά, η αφήγηση είναι το μόνο παιχνίδι με το οποίο αξίζει να παίζει κανείς. Eίναι ένα παιχνίδι, που για μένα, για την φαντασία μου, για την φύση μου, έχει την δική του αναγκαιότητα”

“Tί είναι μια ταινία αρχικά; Μια υποψία, μια υπόθεση αφήγησης, σκιές ιδεών, ακαθόριστα συναισθήματα. Και όμως, σ’ εκείνο το πρώτο ανεπαίσθητο άγγιγμα, η ταινία μοιάζει ήδη να είναι ο εαυτός της, ολοκληρωμένη ζωτική, πάναγνη. O πειρασμός να την αφήσεις έτσι, σ’ αυτήν την άσπιλη διάσταση είναι πολύ μεγάλος. Ολα θα ήταν πιο απλά, και ποιος ξέρει, ίσως και πιο σωστά. Όμως όχι, η φιλοδοξία, η ανία, η κλίση, οι συμφωνίες, οι ρήτρες των συμβολαίων, σε υποχρεώνουν να τη γυρίσεις. Και να λοιπόν, η τελετουργία αρχίζει…”
«Μπορώ και μ’ αρέσει να παίζω μ’ αυτό το παιχνίδι που λέγεται κινηματογράφος. Θα μου άρεσε να κάνω σινεμά το 1920, να είμαι είκοσι ετών την εποχή των πιονέρων, όταν όλα έπρεπε να ανακαλυφθούν. Οταν άρχισα εγώ, το σινεμά ήταν ήδη ένα γεγονός αρχαιολογικό, είχε ήδη την ιστορία του, τις σχολές του. Αντίθετα, στις αρχές, ήταν ένα πανηγύρι, ένα θέαμα της πλατείας και το νιώθω πάντα κάπως έτσι: μια εκδρομή στην εξοχή με φίλους, διασκέδαση στο τσίρκο, ένα ταξίδι για την εξερεύνηση και την κατάκτηση ενός στόχου. Ο κινηματογράφος διηγείται τους κόσμους του, τις ιστορίες του, τους ήρωές του με εικόνες. Η έκφρασή του είναι εικαστική όπως εκείνη των ονείρων. Δεν σε γοητεύει, δεν σε τρομοκρατεί, δεν σε συνεπαίρνει, δεν σε αγχώνει, δεν σε τρέφει το όνειρο με εικόνες;».
«Αρχικά μια ταινία είναι μια υποψία, μια υπόθεση αφήγησης, σκιές ιδεών, ακαθόριστα συναισθήματα. Και όμως σ’ εκείνο το πρώτο ανεπαίσθητο άγγιγμα, η ταινία μοιάζει να είναι ήδη ο εαυτός της, ολοκληρωμένη, ζωτική, τελείως αγνή. Ο πειρασμός να την αφήσεις έτσι, σ’ αυτή την άσπιλη διάσταση, είναι πολύ μεγάλος: όλα θα ήταν πιο απλά, ίσως και πιο σωστά. Φοβάμαι το σενάριο. Μισητά απαραίτητο. Εχω ανάγκη από ένα σενάριο ελαστικό, κάπως αόριστο και ταυτόχρονα ακριβές, εκεί όπου οι ιδέες είναι οριστικά ξεκάθαρες».
 

«Με τον κινηματογράφο έχω μια σχέση ψυχολογικής παρανομίας, μια σχέση αμοιβαίας δυσπιστίας και ανυποληψίας. Κάνω μια ταινία σαν να τρέπομαι σε φυγή, σαν να πρόκειται για μια αρρώστια που πρέπει να περάσω. Ξεγελιέμαι νομίζοντας ότι η υγεία μου θα αποκατασταθεί μόλις απομακρυνθώ από την ταινία. Σώος και ασφαλής μετά ξαναψάχνω την αρρώστια με μια διαφορετική, καινούρια ταινία που θα γεννήσει μέσα μου την ανάγκη μιας νέας ανάρρωσης».
«Ο καθένας έχει τη φάτσα που του αξίζει, δεν μπορεί να έχει άλλη και όλες οι φάτσες είναι σωστές γιατί η ζωή ποτέ δεν κάνει λάθος».
«Μπορεί να έχω γράψει στο σενάριο ότι ένα χαμόγελο πρέπει να είναι σκληρό: κόβοντας από δω και από κει, ανακαλύπτω ότι εκείνο το χαμόγελο από σκληρό πρέπει να γίνει μαλακό. Το γεγονός είναι ότι ψάχνοντας πρόσωπα, σώματα, χειρονομίες ανάμεσα σε άτομα άγνωστα, η ταινία αρχίζει να υπάρχει, όπως δεν υπήρχε ποτέ έως εκείνη τη στιγμή».
«Δεν επέλεξα ποτέ έναν ηθοποιό με βάση την επαγγελματική του ικανότητα και πείρα. Αναζητώ πάντα εκφραστικές φάτσες, χαρακτηριστικές, που να λένε τα πάντα για τον εαυτό τους μόλις εμφανίζονται στην οθόνη».
«Οι κομπάρσοι είναι πολύτιμοι συνεργάτες στις ταινίες μου και με ακολουθούν πάντα. Είναι το κατ’ εξοχήν ανθρώπινο υλικό μου. Πειθήνιο, σεμνό, θαυμαστά διαθέσιμο για οποιαδήποτε παραλλαγή της φαντασίας. Εδώ χρώμα, εκεί σιλουέτα, πιο εκεί πρίγκιπας, παραπέρα ζητιάνος, μετά πρωθυπουργός και ύστερα κουρελής».
 
από το www.bibliotheque.gr

Reply