Στιγμιαiο Εγκλημα Στασης

Clipart Radio


 
 
του Βάσου Γεώργα/*/
κι ό χρόνος όλος που πέρασε
σαν τεθωρακισμένο και επιθετικό όχημα
μας έδειξε τα δόντια του
πάνω στο απαλό δέρμα του εφησυχασμού
μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει
τι κουβέντες περιμένεις να ακούσεις
ένα βροχερό πρωινό;
μια τέτοια μέρα να ξυπνάς
από τις μυρωδιές των μικροπωλητών
που “τσικνίζουν” την πραμάτεια τους
συνοδεία Εμβατηρίων και Πολιτικών Τραγουδιών
και ύμνων καθιστών και ξεκούραστων
να φουσκώνει το μυαλό σου με ερωτήσεις
με τη ευεργετική  βοήθεια
τριών καφέδων εσπρέσο στρέτο
και ενός κουβανέζικου πούρου
(πρέπει να το πάρω απόφαση
δεν θα μοιάσω ποτέ στον Τσέ τελικά
ούτε καν στον Φιντέλ)
ήμασταν σπορά της τύχης
που δεν φύτρωσε από τους πολλούς ανέμους
κι όχι ώριμα τέκνα της εποχής
της ανάγκης και της οργής
δεν ήρθε η Λαοκρατία
δεν ζήτωσε το ΚΚΕ, μόνο βάλτωσε
Οι εργάτες έμειναν χωρίς πατρίδα
οι Αμερικάνοι δεν πήγαν στα σπίτια τους
ακόμα σουλατσάρουν στη πλατεία Μαβίλης
ο λαός συνεχίζει να πεινάει
το κεφάλαιο συνεχίζει να είναι χορτάτο
οι τύραννοι επέστρεψαν και με εκπροσώπους
μέσα κι έξω από την Βουλή
οι Έλληνες νικημένοι και σκλαβωμένοι
-όπως πάντα-
Θα πιω τον καφέ μου αμέριμνος,
αγενής,θρασύς κι αναίσθητος
θα πω την κακή μου τη κουβέντα
για την μοίρα μου, όπως την κατάντησαν
για τη ζωή μου, όπως την κατάντησα
για την επέτειο, όπως κατάντησε από μόνη της
να πάει πρίμα η μέρα μου
– πράγμα απίθανο –
να πετύχω ωραία λαχανικά
στην λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου
να πετύχει η σούπα που μαγειρεύω
να με θυμηθεί η κοπέλα που αγαπώ
που κάποτε μαζί γιορτάζαμε την εξέγερση
(τη καμάρωνα μέσα στη μπλε ποδιά της
με το λευκό γιακά σαν φωτοστέφανο αγίας)
να ηρεμήσει ο Ανδρέας από το ξύλο στη ταράτσα
να γεμίσει ψωμί κι ελευθερία η πλάση όλη
να βγει για λίγο ο ήλιος έστω με χρονομίσθωση
να εξαφανιστεί η κατάθλιψη χρόνων και αιώνων
να με συγχωρέσει η μητέρα μου
που πήγα στη κηδεία της γιαγιάς Κορίνας
αχτένιστος, αξύριστος, απεριποίητος
να νιώσω πάλι σαν 16άρης τότε που νόμιζα
ότια θα γαμούσα όλα τα λύκεια
και που πουλάγα κάθε Κυριακή
τα περισσότερα φύλλα ΟΔΗΓΗΤΗ
να κερδίσω το τζόκερ και σε ένα βράδι
να γίνω πλούσιος σε μια φτωχή χώρα
να αισθανθώ ότι έστω μια φορά
δεν προδόθηκα
και δεν πρόδωσα
 

 
κι όμως τόσα και τόσα χρόνια
συνεχίζεται αδιάκοπα η πορεία
προς την αμερικανική πρεσβεία
συνεχίζονται οι καταθέσεις στεφάνων
συνεχίζονται οι σχολικές γιορτές
συνεχίζει
να γλεντοκοπάει η ζωή βυθισμένη
σε ευμάρεια
και με στεντόρεια φωνή
μας καλεί στον χορό
με ένα τραγούδι δημώδες
όπου οι στίχοι του, πάνε κάπως έτσι:
– Ωραία της άνοιξης πουλιά
για πέρα μισεμένα,
δανείσατε μου τα φτερά,
και νέα λαλήματα γλυκά
θα μάθετε από μένα.
 
δημοσιεύτηκε στο
[fblike]

 
του Βάσου Γεώργα/*/
κι ό χρόνος όλος που πέρασε
σαν τεθωρακισμένο και επιθετικό όχημα
μας έδειξε τα δόντια του
πάνω στο απαλό δέρμα του εφησυχασμού
μέσα σε μια πλάση που το πνεύμα έχει πεθάνει
τι κουβέντες περιμένεις να ακούσεις
ένα βροχερό πρωινό;
μια τέτοια μέρα να ξυπνάς
από τις μυρωδιές των μικροπωλητών
που “τσικνίζουν” την πραμάτεια τους
συνοδεία Εμβατηρίων και Πολιτικών Τραγουδιών
και ύμνων καθιστών και ξεκούραστων
να φουσκώνει το μυαλό σου με ερωτήσεις
με τη ευεργετική  βοήθεια
τριών καφέδων εσπρέσο στρέτο
και ενός κουβανέζικου πούρου
(πρέπει να το πάρω απόφαση
δεν θα μοιάσω ποτέ στον Τσέ τελικά
ούτε καν στον Φιντέλ)
ήμασταν σπορά της τύχης
που δεν φύτρωσε από τους πολλούς ανέμους
κι όχι ώριμα τέκνα της εποχής
της ανάγκης και της οργής
δεν ήρθε η Λαοκρατία
δεν ζήτωσε το ΚΚΕ, μόνο βάλτωσε
Οι εργάτες έμειναν χωρίς πατρίδα
οι Αμερικάνοι δεν πήγαν στα σπίτια τους
ακόμα σουλατσάρουν στη πλατεία Μαβίλης
ο λαός συνεχίζει να πεινάει
το κεφάλαιο συνεχίζει να είναι χορτάτο
οι τύραννοι επέστρεψαν και με εκπροσώπους
μέσα κι έξω από την Βουλή
οι Έλληνες νικημένοι και σκλαβωμένοι
-όπως πάντα-
Θα πιω τον καφέ μου αμέριμνος,
αγενής,θρασύς κι αναίσθητος
θα πω την κακή μου τη κουβέντα
για την μοίρα μου, όπως την κατάντησαν
για τη ζωή μου, όπως την κατάντησα
για την επέτειο, όπως κατάντησε από μόνη της
να πάει πρίμα η μέρα μου
– πράγμα απίθανο –
να πετύχω ωραία λαχανικά
στην λαϊκή αγορά της Καλλιδρομίου
να πετύχει η σούπα που μαγειρεύω
να με θυμηθεί η κοπέλα που αγαπώ
που κάποτε μαζί γιορτάζαμε την εξέγερση
(τη καμάρωνα μέσα στη μπλε ποδιά της
με το λευκό γιακά σαν φωτοστέφανο αγίας)
να ηρεμήσει ο Ανδρέας από το ξύλο στη ταράτσα
να γεμίσει ψωμί κι ελευθερία η πλάση όλη
να βγει για λίγο ο ήλιος έστω με χρονομίσθωση
να εξαφανιστεί η κατάθλιψη χρόνων και αιώνων
να με συγχωρέσει η μητέρα μου
που πήγα στη κηδεία της γιαγιάς Κορίνας
αχτένιστος, αξύριστος, απεριποίητος
να νιώσω πάλι σαν 16άρης τότε που νόμιζα
ότια θα γαμούσα όλα τα λύκεια
και που πουλάγα κάθε Κυριακή
τα περισσότερα φύλλα ΟΔΗΓΗΤΗ
να κερδίσω το τζόκερ και σε ένα βράδι
να γίνω πλούσιος σε μια φτωχή χώρα
να αισθανθώ ότι έστω μια φορά
δεν προδόθηκα
και δεν πρόδωσα
 

 
κι όμως τόσα και τόσα χρόνια
συνεχίζεται αδιάκοπα η πορεία
προς την αμερικανική πρεσβεία
συνεχίζονται οι καταθέσεις στεφάνων
συνεχίζονται οι σχολικές γιορτές
συνεχίζει
να γλεντοκοπάει η ζωή βυθισμένη
σε ευμάρεια
και με στεντόρεια φωνή
μας καλεί στον χορό
με ένα τραγούδι δημώδες
όπου οι στίχοι του, πάνε κάπως έτσι:
– Ωραία της άνοιξης πουλιά
για πέρα μισεμένα,
δανείσατε μου τα φτερά,
και νέα λαλήματα γλυκά
θα μάθετε από μένα.
δημοσιεύτηκε www.bibliotheque.gr

Reply