συντηρώ εκείνο το τίποτα της Αγγελίνας Ρωμανού
Clipart Radio
[fblike]
Κι έβαλα εκείνο το σκιστό στα πόδια και τις μπότες τις περίεργες. Μια στάλα μαύρο κάτω από τα μάτια κι ένα κραγιόν στο χρώμα του βατόμουρου του σάπιου. Του σκληρού. Και του αντίθετου. Κι έχωσα στο χέρι το δεξί μια κλειδωνιά σκουριάς μπας και στο διάβα μου πετύχω εκείνο το πορτόνι που πήγαινε ο πάππος μου κρυφά και είχε το βαρέλι. Ακόμη θυμάμαι τη μυρωδιά του κρασιού που έσταζε στάλα με τη στάλα απ’ το βρυσάκι το χρυσό. Κι έπεφτε στο χώμα, κάτω στο κατώι, ίσα για να του θυμίζει ποιος είν’ ο αποπάνω. Τότε φόραγα τα ρούχα που έπρεπε. Είχα, βλέπετε, την ηλικία τη σωστή. Εκείνη της υπ/ακοής. Έκτοτε, κάνοντας του κεφαλιού μου, άρχισα να δείχνω πως ουδέποτε θέλησα να σβήνω τα κεριά της αντίστοιξης. Λάθος μου κατά μία έννοια, γιατί όταν με ρωτούν την ηλικία μου, απαντώ με την αλήθεια. Κι ύστερα αναρωτιέμαι, πού πήγα στο ενδιάμεσο.
Τα ρούχα της μετεφηβείας καθόρισαν και το περπάτημα. Το στήσιμο. Και την φορά του κεφαλιού. Ένα «τακ» δεξιά κι αμέσως γίνομαι καρτούν δεκαετίας παλιακής. Άσε που ως δακτυλοδεικτούμενη, πρέπει να κλείνω και την πρόσβαση στα μέσα. Και το παραμύθι μου όλο και μεγαλώνει, βγάζοντας δόντια, νύχια και φλόγες στιβαρές για να με καταπιεί. Αφού πρώτα με σκίσει στα σημεία. Το παράξενο είναι που συντηρώ εκείνο το τίποτα που στάζει απ’ τα γόνατα. Σα μαχαιριά από λιωμένο βούτυρο που βάλθηκε να φουσκώσει τη μαγιά του 20ου αιώνα. Δε πα ν’ αλλάζουν οι καιροί. Το ασύνδετο, ασύνδετο θα μείνει.
Στα λόγια της καυτής σοκολάτας, έρχεται να προστεθεί κι ο μεσαίος κτύπος της καρδιάς. Εκεί, πετούν οι ερωδιοί προς λάθος κατευθύνσεις. Εκεί, φοβούνται οι αναρχικοί το τέλος της αρχής. Κι εκεί, βαρούν οι κεραυνοί το ροκ μιας πρώτης εποχής. Κι όμως. Σα συναντώ ανομοίους, από μπροστά κουνούν βραχιόλια λαϊκής. Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, μα δεν καταλαβαίνω.
Βλέπετε, φοράω και αδιάβροχη σκιά στα μάγουλα…
artwork : Alexander Khokhlov