Τα κακα παιδια πανε παντου !

Clipart Radio


Το Δεκέμβριο του 1878 o Aρθούρος Ρεμπώ προσελήφθη ως διερμηνέας για μία γαλλική κατασκευαστική εταιρεία με επιχειρηματική δραστηριότητα στην Κύπρο. Ο Ρεμπώ ταξίδεψε στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1878 και ανέλαβε τελικά επικεφαλής ενός λατομείου στην τοποθεσία Ποταμός, εργασία που εκτέλεσε με επιτυχία, σύμφωνα με την συστατική επιστολή που έλαβε από την εταιρεία την άνοιξη του 1879. Ο Ρεμπό επέστρεψε στην Κύπρο στα τέλη Απριλίου του 1880 για να αναχωρήσει ξαφνικά από το νησί το καλοκαίρι του ίδιου έτους. Η αλληλογραφία του, περιέχει αντιφατικές εξηγήσεις σχετικά με τα αίτια της αναχώρησής του, ενώ θεωρείται πιθανό πως προκλήθηκε από ένα «παράπτωμα» στο οποίο είχε υποπέσει. Ειδικότερα, σύμφωνα με μαρτυρία του Ιταλού εμπόρου Οττορίνο Ρόζα (που είχε συνοδεύσει τον Ρεμπό σε αποστολές), ο λόγος της φυγής του ήταν ένα εργατικό ατύχημα, κατά το οποίο είχε σκοτώσει από αμέλεια έναν ντόπιο εργάτη, πετώντας μία πέτρα


Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή του, στις 5 Οκτωβρίου του 1871, γράφοντας:
«Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας.»


Ο Ρεμπώ κι ο Βερλαίν, επιστήθιοι φίλοι θα συναντηθούν ξανά στις Βρυξέλλες, όπου μετά από έντονη διαφωνία, ο Βερλαίν σε κατάσταση μέθης, πυροβόλησε και τραυμάτισε τον Ρεμπό στο αριστερό του χέρι, πάνω από τον καρπό. Για την πράξη του καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση και πρόστιμο 200 φράγκων, που αποτελούσε τη μέγιστη δυνατή ποινή. Ο Ρεμπώ νοσηλεύτηκε για λίγες ημέρες στο νοσοκομείο Σαιν Ζαν των Βρυξελλών και αργότερα εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή στην κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό. Το βιβλίο τυπώθηκε με χρηματοδότηση της μητέρας του, σε τυπογραφείο των Βρυξελλών, αν και ελάχιστα αντίτυπα κυκλοφόρησαν αρχικά. Ο Ρεμπώ παρέλαβε περίπου δέκα αντίτυπα, από τα συνολικά 500 που είχε παραγγείλει, τα οποία μοίρασε σε οικεία πρόσωπα και άλλους λογοτέχνες, ωστόσο δεν πλήρωσε για τα υπόλοιπα.

Reply