ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ του Κάρολου Μποντλέρ

Clipart Radio

[fblike]
 

 
 
ΕΥΛΟΓΙΑ
 
Όταν, απ’ τις υπέρτατες δυνάμεις το πρόσταγμα δοθεί
Ο Ποιητής φανερώνεται σε τούτη τη βαριεστημένη γη,
Η μάνα του γεμάτη βλασφημίες, πανικόβλητη
Τις γροθιές της σφίγγει προς το Θεό, που τη συμπονεί:
 
«Αχ! γιατί  δε γέννησα ένα πλοκάμι οχιές,
Παρά τούτον τον περίγελο να θρέψω!
Καταραμένη να ‘ναι η νύχτα με τις εφήμερες ηδονές
Όπου τον εξαγνισμό μου συνέλαβε η μήτρα!
 
Αφού, Θεέ μου, με διάλεξες ανάμεσα σ’ όλες τις γυναίκες
Του θλιβερού συζύγου μου να γίνω η αποστροφή,
Και δεν μπορώ να πετάξω μες στις φλόγες,
Σα γράμμα ερωτικό αυτό το ζαρωμένο τέρας,
 
Το μίσος σου που με πλακώνει θ’ αφήσω ν’ αναβλύσει
Πάνω στο καταραμένο όργανο της μοχθηρίας σου,
Κι αυτό το άθλιο δέντρο τόσο καλά θα λυγίσω,
Που τ’ αρρωστημένα μπουμπούκια του να μην ανθίσει!»
 
Τον αφρό του μίσους της η μάνα καταπίνει,
Και μην κατανοώντας τις αιώνιες βλέψεις,
Μόνη της προετοιμάζει, στης Γέενας τα βάθη,
Την προορισμένη για εγκλήματα μητρικά πυρά,
 
Όμως κάτω απ’ την αόρατη σκέπη φύλακα Αγγέλου,
Τ’ απόκληρο παιδί μεθάει απ΄ τον ήλιο,
Και μέσα στην τροφή και στο νερό που τρώει και πίνει
Την αμβροσία και το νέκταρ το πορφυρό ανακαλύπτει.
 
Με τον άνεμο παίζει, με το σύννεφο κουβεντιάζει,
Και τραγουδώντας μεθά απ’ τον Γολγοθά˙
Και το Πνεύμα, που το συντροφεύει στο προσκύνημά του,
Κλαίει που το βλέπει σαν ένα του δάσους πουλί.
 
Όλοι αυτοί που θέλει ν’ αγαπήσει με φόβο το παρατηρούν,
Ή, ξεθαρρεύοντας απ’ την πραότητά του,
Ψάχνουν ποιος θα μπορέσει ν’ αποσπάσει ένα παράπονό του,
Και δοκιμάζουν πάνω του την αγριότητά τους.
 
Μες στο ψωμί και το κρασί γι’ αυτό προορισμένα
Τέφρα και βρομερά φτύσματα ανακατεύουν
Με υποκρισία πετούν όσα έχει αγγιγμένα,
Κι αυτοκατακρίνεται έχοντας στα ίχνη του πατήσει.
 
Η γυναίκα του φωνάζοντας στις πλατείες πηγαίνει:
«Αφού με βρίσκει αρκετά ωραία για να με λατρεύει,
 
Το φέρσιμο θα κάνω των αρχαίων ειδώλων,
Κι όπως εκείνα επιθυμώ να επιχρυσωθώ.
 
Να μεθύσω με νάρδο, με λιβάνι, με μύρο,
Με γονυκλισίες, με κρέατα και κρασιά,
Για να μάθω αν μπορώ σε καρδιά απ’ εμέ συνεπαρμένη
Γελώντας τις θείες τιμές να σφετεριστώ!
 
Και, όταν τις ασεβείς φάρσες βαρεθώ,
Θ’ αποθέσω πάνω του το χέρι μου ντελικάτο, δυνατό˙
Και τα νύχια μου, Άρπυιας νύχια,
Θα μπορέσουν ώς την καρδιά του να φτάσουν.
 
Σαν ένας νεοσσός που τρέμει και πάλλει,
Θα ξεριζώσω αυτή την ολοπόρφυρη καρδιά από το στήθος του,
Και το ευνοούμενο ζώο μου για να χορτάσω,
Με καταφρόνια καταγής θα του την πετάξω!»
 
Προς τον ουρανό, όπου η ματιά του διακρίνει θρόνο λαμπερό,
Ο Ποιητής γαλήνιος υψώνει τα χέρια ευλαβικά,
Και οι γιγάντιες αστραπές απ’ το πνεύμα του το διαυγές
Του αποκρύβουν την εικόνα του μαινόμενου λαού˙
 
Ευλογημένος να ‘σαι, Θεέ μου, που δίνεις
Την οδύνη στις ασέλγειές μας φάρμακο θείο,
Και σαν απόσταγμα καλύτερο κι αγνότερο, που
Προετοιμάζει τους δυνατούς στις άγιες ηδονές!
 
Γνωρίζω ότι μια θέση στον Ποιητή φυλάς
Μες στις μακάριες τάξεις των Λεγεώνων των Αγίων,
Κι ότι τον προσκαλείς εκεί που αιώνια γιορτάζουν
Θρόνοι, Αρετές, Δεσποτείες.
 
Γνωρίζω ότι είν’ ο πόνος μεγαλείο της ψυχής μοναδικό
Που η κόλαση κι η γης ποτέ δε θα τ’ αγγίξουν,
Το μυστικό μου στεφάνι για να πλέξω, πρέπει
Να συμπεριλάβω την εισφορά του χρόνου και του σύμπαντος.
 
Αλλά της αρχαίας Παλμύρας τα χαμένα κοσμήματα,
Με τ’ άγνωστα μέταλλα, με τα μαργαριτάρια της θάλασσας,
Απ’ το χέρι σου σμιλεμένα, δε θα ‘ταν αρκετά
Γι’ αυτό το ωραίο διάδημα το φωτεινό κι εκθαμβωτικό.
 
Γιατί από φως αληθινό θα ‘ναι καμωμένο,
Απ’ την αγία εστία των αρχέγονων ακτίνων αντλημένο,
Και τα ολοφώτεινα μάτια των θνητών,
Δεν είναι παρά καθρέφτες του σκοτεινοί και δακρυσμένοι!
 
 

 
 
Η ΟΜΟΡΦΙΑ
 
Είμαι καλλονή, ω θνητοί! Σαν πέτρινο όνειρο,
Το στήθος μου, που ο καθένας πάνω του διαδοχικά
Πληγώθηκε, έγινε για να εμπνεύσει στον Ποιητή αγάπη
Αιώνια κι άφωνη σαν την ύλη.
 
Δεσπόζω μες το γαλάζιο, σα Σφίγγα ακατανόητη˙
Σμίγω μια καρδιά από χιόνι με τη λευκότητα των κύκνων˙
Μισώ την κίνηση που τις γραμμές μετακινεί,
Και ποτέ δε θρηνώ, μήτε γελώ.
 
Οι ποιητές, μπροστά στις μεγάλες μου πόζες,
Που το ύφος τους έχω δανειστεί από μνημεία περιφανή,
Τις μέρες τους θα ξοδέψουν σ’ αυστηρές μελέτες˙
Γιατί έχω για να μαγέψω τους πειθαρχικούς αυτούς εραστές,
 
Καθαρούς καθρέφτες που όλα τα κάνουν πιο ωραία:
Τα μάτια μου, τα γενναιόδωρα μάτια μου με λάμψεις αιώνιες!
 

 
ΤΟ ΛΥΚΟΦΩΣ ΤΟΥ ΔΕΙΛΙΝΟΥ
 
Να το γοητευτικό βραδινό, φίλος του εγκληματία˙
Έρχεται σα συνένοχος, αθόρυβα˙ ο ουρανός
Κλείνεται σιγαλά σα μεγάλη ερωτική φωλιά
Ο ανυπόμονος άνθρωπος μεταμορφώνεται σε άγριο κτήνος.
 
Ω δειλινό, αγαπητό δειλινό, ποθητό από κείνον
Που τα χέρια του δίχως να εξαπατήσουν, να ειπούν μπορούν:
Σήμερα δουλέψαμε! Είναι το βράδυ που αναπαύει
Τα πνεύματα που ο άγριος πόνος κατατρώει,
 
Τον επίμονο σοφό που το μέτωπό του βαραίνει
Το σκυφτό εργάτη που στρο κρεβάτι του ξαναπηγαίνει.
Την ίδια στιγμή οι δαίμονες βλαβεροί στον αιθέρα
Σαν πολυάσχολοι άνθρωποι ξυπνούν βαριεστημένα,
 
Προσκρούουν πετώντας στα παραθυρόφυλλα και στα στέγαστρα,
Μες απ’ τα φώτα που στροβιλίζει ο άνεμος
Η πορνεία στους δρόμους ανάβει˙
Σα μυρμηγκοφωλιά ανοίγει τις εξόδους της˙
 
Παντού ανοίγει δρόμο κρυφό,
Σαν τον εχθρό που έφοδο κάνει˙
 
Κινείται μες στην καρδιά της αμαρτωλής πόλης
Σαν το σκουλήκι που κλέβει την τροφή του ανθρώπου.
Ακούς εδώ κι εκεί τις κουζίνες να σφυρίζουν,
Τα θέατρα ν’ αλυχτούν, τις ορχήστρες να ροχαλίζουν˙
 
Τα κοινά τραπέζια που το χαρτοπαίγνιο τούς προσφέρει ηδονές,
Γεμίζουν πόρνες κρυφές, με συνενόχους αισχροκερδείς,
Κι οι κλέφτες που δίχως αναπαύλα και έλεος
Σε λίγο κι αυτοί τη δουλιά τους θ’ αρχίσουν
 
Κι αθόρυβα θα παραβιάσουν πόρτες και ταμεία
Για να ζήσουν λίγες μέρες και τις ερωμένες τους να ντύσουν.
Συγκεντρώσου, ψυχή μου, σ’ αυτή τη σημαντική στιγμή,
Και κλείσε τ’ αυτί σου σ’ αυτό το βρυχηθμό.
 
Είναι η ώρα που οι πόνοι των αρρώστων οξύνονται!
Η σκοτεινή Νύχτα απ’ το λαιμό τους αρπάζει˙ τελειώνουν
Τον προορισμό τους, οδεύουν προς την κοινή άβυσσο˙
Το νοσοκομείο γεμίζει απ’ τους στεναγμούς τους. Πιο πολλοί από ένας
 
Δεν θα ‘ρθει να ζητήσει τη μυρωδάτη σούπα,
Στο παραγώνι του τζακιού, το βράδυ, πλάι σ’ αγαπημένη ψυχή˙
Αν και, οι πιο πολλοί δεν γνώρισαν ποτέ
Γλύκα σπιτική και δεν έζησαν ποτέ!
 
artworks : Cecilia Carlstedt
 

Reply