Γυναικείο σώμα, λόφοι λευκοί, πόδια κατάλευκα, μοιάζεις του κόσμου όπως μου δίνεσαι έτσι.
Στο αργασμένο κορμί μου άγρια σε σκάβεικαι σου αναδύει τον υιό και λόγο από της γαίας τα έγκατα.Ήμουνα μόνος κι έρημος, σαν το τούνελ καληώρα.Με βλέπαν τα πουλιά και φεύγανε,και μέσα μου όρμαγε η νύχτα πανίσχυρη και καταλυτική.Για να μείνω εγώ ζωντανός, έφτιαξα εσένανε όπλο,σ’ έβαλα βέλος στο τόξο μου, στη σφεντόνα μου πέτρα.Επέστη όμως της πληρωμής ο καιρός, κι εγώ σ’ αγαπάω.Σώμα από χνούδι κι από μούσκλιακι από άπληστο γάλα και κραταιό.Ω, τ’ αγγεία του στήθους! Ω!, τα μάτια της απουσίας!Ω, του εφηβαίου τα ρόδα! Ω, η συρτή και θλιμμένη φωνή σου!Σώμα της δικιά μου γυναίκας,υπήκοος θα ‘μαι πιστός των θέλγητρών σου.Δίψα μου, πόθε μου ατελεύτητε, αβέβαιε δρόμε μου!Σκούρες νεροσυρμές, όπου η δίψα αιώνια ακολουθεί,και ο κάματος ακολουθεί, και ο καημός ο απέραντος.
(2)Στη στερνή αναλαμπή του το φως σε τυλίγει.Χωνεμένη σε άλγη πελιδνά στέκεσαι αντίκρυ εδώστους γέρικους έλικες της αμφιλύκηςπου σ’ εξωθούν με βία σ’ ατέρμονες στροβιλισμούς.’λαλη, αμίλητη, εσύ φίλη καλή μου,μονάχη στη μοναξιά αυτής της ώρας των θανάτωνκαι κατάμεστη από τις ζωές του πυρός,απ’ ευθείας κληρονόμε άπεφθη της αφανιζόμενης μέρας.Από τ’ αμπέλια του ήλιουπέφτει μια ρώγα στο σκούρο φουστάνι σου.Σης νύχτας οι πελώριες ρίζεςθρασεύουν απότομα και βγαίνουν από την ψυχή σου,κι έτσι επιστρέφεις στον έξω κόσμοότι είχες μέσα σου κρυμμένο,κι έρχονται σμάρια εκεί, σμάρια γαλαζωπά,που εσύ εγέννησες κι εσύ τα τρέφεις.Παμμέγιστη, ω, εριγόνιμη εσύ σκλάβα σαγηνευτικήτων ηλιοδρόμων με τις μελανωσιές και τα χρυσάφια τους:στητή εκεί, ολόρθη, πολεμάςκαι φκιάνεις ένα πλάσμα ολοζώντανοόπου θα μαραθούνε τ’ άνθη του,κι εσύ θα μείνεις εκεί βουτηγμένη μετά μέσα στο πένθος.
(3)Ω πευκώνα μου, εσύ, απέραντε, φλοίσβε των παρόχθιων κυμάτων,σιγανό πηγαινέλα των φώτων,της εκκλησιάς καμπάνα κατάμονη, στάλα εσπερινή που ραντίζεις τα δικά σου τα μάτια,παναγιά μου, κουκλί μου πεντάμορφο,της στεριάς αχιβάδα, μάσα σου εσένα τραγουδάει το χώμα!Μέσα σου τραγουδάν τα ποτάμια, και η ψυχή μου πλέει μαζί τουςκαι πάει όπου εσύ θέλεις και όπου εσύ αγαπάς.Χάραξε μου ένα δρόμο στο τόξο εδώ των προσδοκιών σου,κι εγώ, μέσα σε παραλήρημα, εξαπολύω των βελών μου τα σμήνη.Κι εγώ βλέπω εδώ τώρα γύρω μουνα με σφίγγει της ομίχλης σου η ζώνηκαι η σιωπή σου να πνίγει τις αλαφιασμένες μου ώρες,σε ξέρω, είσαι εσύ, με τα πέτρινα χέρια σου, διάφανηεκεί όπου δένουν οι φελούκες των φιλιών μουκι όπου φωλιάζουν οι κάθυγροι πόθοι μου.Ω εκείνη η μυστηριακή φωνή σουόπου την αβγαταίνει και τη λυγάει στα δυο η αγάπη,καθώς αντιλαλεί το σούρουπο και σβήνει πέρα!Έτσι σε μύχιες ώρες έχω ιδεί κι εγώ στον κάμπο τα στάχυανα λυγάνε απ’ το στόμα του ανέμου.
(4)Είναι θύελλες ζαλωμένο το πρωινόμες στο κατακαλόκαιρο.Σαν άσπρα μαντηλάκια αποχαιρετισμώνσαλπάρουν τα σύννεφα,και, εκεί, τ’ αρπάζει ο άνεμοςκαι τα σηκώνει με τα χέρια του τα ταξιδιάρικα.Αρίφνητη η καρδιά του ανέμουπου χτυπάει μες στην ερωτοδέσμια σιωπή μας.Που κοχλάζει ανάμεσα στα δέντρα,πολυφωνικός και υπερκόσμιος,γλώσσα κατάφορτη από παιάνες, λες, και θούρια.Ο άνεμος που λαφυραγωγεί τα φυλλώματακαι βγάνει από τη ρότα τους τα σεινάμενα βέλη των πουλιών.Ο άνεμος που σε σφεντονίζει εσένα σε πελάγη ακύμαντα,σε γαίες πανάλαφρες, σε φλόγες γονυκλινείς.Σπάνε και χύνονται ένα καντάρι φιλιάσυντριμμένα πάνω στις πύλες του καλοκαιριάτικου ανέμου.
(5)Για ν’ ακούς μόνο εμένατρυφερεύουν ώρες ώρεςτα λόγια μουκαι γίνονται σαν τις πατημασιές των γλάρωνστην άμμο του γιαλού.Καδενίτσα, έτσι, μικρή ξεκούρντιστη λατέρνα,στα σαν τρούφες τρυφερά σου χέρια.Κι έτσι τα λόγια μου τα βλέπω παρασάγγες πέρα.Μα απείρως πιο μακριά είν’ τα δικά σου.Κι αναρριχούνται σαν τον κισσό απάνω στον παλιό μου πόνο.Σκαρφαλώνουν εδώ, πάνω στους μουσκεμένους τοίχους.Και εσύ είσαι η αιτία – να ξέρεις –της σκληρής και μέχρις αιμάτων αναμέτρησης.Δραπετεύουν από τα κατασκότεινα,απ’ τα μέσα μου μπουντρούμια.Γιομίζει ο τόπος με σένα, πληρούνται τα σύμπαντα.Πριν έρθεις η ίδια, πυκνοκατοικούσαν εκείνα τη μοναξιά μου,κι είν’ πιο δικά μου αυτά, απ’ ότι εμένα εσύ,εδώ στην πίκρα μου.Κι αυτό που θέλω τώρα να σου λεν εκείναείν’ εκείνο που θέλω να σου ειπώ εγώγια να τ’ ακούς κι εκείναόπως θέλω ν’ ακούς μονάχα εμένα.Ο φόβος τ’ αρπάζει και τα σκορπά στους πέντε ανέμους.Κι έρχοντ’ έπειτα τυφώνες και λαίλαπες ονείρωνκαι μου τα ξανασωριάζουν κάτω εδώ στο χώμα.Φωνές αλλότριες ξανοίγεις εσύμες στη χιλιοβασανισμένη φωνή τη δική μου.Ολοφυρμούς από παμπάλαια στόματα,αίμα από αρχαία μαρτύρια.Να μ’ αγαπάς, συντρόφισσα. Να μη μ’ αφήνεις μόνο.Να ‘σαι μαζί μου.Να ‘σαι μαζί μου, συντρόφισσα,σε τούτο ‘δω το κύμα του τρόμου.Και να! που τα λόγια μου έρχεται τώρακαι τα βάφει η αγάπη σου.Κι είναι δικά σου όλα, όλα δικά σου.Κι απ’ όλα εγώ θέλω να φτιάξωμια καδενίτσα δίχως τέλοςγια τ’ άσπρα σου χέρια, τα σαν τρούφες παντρύφερα.
(6)Θυμάμαι τώρα εδώ πως ήσουν το φθινόπωρο που μας πέρασε.Ήσουν το γκρίζο μπερεδάκι και η καρδιά η δίχως έννοια.Ξιφομαχούσανε στα μάτια σου οι φλόγες του δειλινούκαι πέφτανε τα φύλλα στα νερά της ψυχής σου.Συλιγμένη εσύ σαν αναρριχητικό γύρω απ’ τα μπράτσα μου,και τα φυλλώματα έτσι βάζανε σουρντίνα στη φωνή σουτην αργή και ανέμελη.Σαστίσματα σωρό, πλήθος ξαφνιάσματα,όπου πυρακτωνόταν η δίψα μου.Γαλάζιε, γλυκιέ μου υάκινθε, γερμένε απάνω απ’ την ψυχή μου!Βλέπω τα μάτια σου που ταξιδεύουνε,το φθινόπωρο πλέον είναι μακριά:μπερεδάκι μου γκρίζο, κελάηδημά μου,καρδιά μου πυροστιά εσύ,όπου, πετώντας, απαγκιάζανε οι μυστικές μου σκέψειςκαι τα πασίχαρα φιλιά μου ορμίζονταν σαν κάρβουνα αναμμένα.Ουρανέ πάνω απ’ τ’ άρμενο. Όαση μετά απ’ τον ερημότοπο.Η θύμησή σου είναι από φωςκι από καπνό κι από στάσιμη λιμνούλα στην αλάνα.Πέρα απ’ τα μάτια σου πυρακτώνονταν τα λυκόφωτα.Φύλλα ξερά του φθινοπώρου στροβιλίζονταν στην ψυχή σου.
(7)Σκύβω εκεί κάθε βράδυκαι αμολάω τα παραπονεμένα δίχτυα μουστα ωκεάνια μάτια σου.Εκεί απλώνεται και εκεί φουντώνει με φλόγες πανύψηλεςη μοναξιά μου, πέρα δώθε στον αέραυψώνοντας τα χέρια της σαν ναυαγός.Ανάβω κόκκινες φρυκτωρίεςπάνω από τα εξόριστα μάτια σουπου σαν τα κύματα έρχονται της θάλασσαςκαι σκάνε στην ποδιά του φάρου.Αγναντεύεις μοναχή τα ερέβη,γυναίκα εσύ η αλαργινή και η πλησίον.μες απ’ το βλέμμα σουώρες ώρες αναδύεται ο μακρύς γιαλός του τρόμου.Σκύβω εκεί κάθε βράδυκαι μαζεύω τα παραπονεμένα δίχτυα μουαπό τη θάλασσα εκείνηπου κλυδ ωνίζει τα ωκεάνια μάτια σου.Νυχτερινά πουλιά ραμφίζουνε τα πρώτα αστέριαπου λάμπουν εκεί απάνωόπως λάμπει η ψυχή μου την ώρα που σ’ αγαπάω.Καλπάζει στη ράχη του μαύρου της κέλητα η νύχτακαι τσαλαπατάει τα στάχια τα γαλαζιανά στον κάμπο.
(8)Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ που ζουζουνίζεις – μεθυσμένηαπ’ τα μέλια – γύρω στην ψυχή μουκαι όλο στροβιλίζεσαιμε τις νωχελικές μαζί τουλίπες του καπνού.Είμαι ο δίχως ελπίδα εκείνος, είμαι.μια λέξη είμαι χωρίς ήχο,αυτός που όλα τα ‘χει χάσει και που όλα τα κατέχει.Κι εσύ είσαι ο στερνός μου κάβος,όπου στενάζει μέσα του ο στερνός μου φόβος.Στην έρημή μου γη είσαι το ρόδο το στερνό.Αχ, σιγαλινή μου εσύ!Έλα! κλείσε τα τρίσβαθά σου μάτια. Πεταρίζει η νύχτα εκεί.Έλα! ξέντυσε το περίτρομο άγαλμα του κορμιού σου.Έχεις τρίσβαθα μάτια και πεταρίζει η νύχτα εκεί.Ολόδροσα έχεις άνθινα χέρια και αγκαλιά από τριαντάφυλλα.Σα στήθη σου μοιάζουν με κατάλευκα όστρακα.Ήρθε στην κοιλιά σου κι αποκοιμήθηκε ο ήσκιοςμιας πεταλούδας.Αχ, σιγαλινή μου εσύ!Και να η μοναξιά εδώ, που λείπεις εσύ.Βρέχει. Και ο μπάτης έχει στρώσει στο κυνήγιτους αδέσποτους γλάρους.Σο νερό πλατσουρίζει ξυπόλυτο στις λάσπες του δρόμου.Κι εκεινού εκεί του δέντρου βογκούνσα να ‘ν’ ανήμπορα, τα φύλλα.Μέλισσα μυριόλευκή μου εσύ και απόμακρη,ζουζουνίζεις ακόμαγύρω στην ψυχή μου. Ζουζουνίζεις.Ξαναγεννιέσαι με των χρόνων τα γυρίσματα,περίκομψη και σιγαλινή.Αχ, σιγαλινή μου εσύ!
(9)Απ’ το ρετσίνι κι από τ’ ατέλειωτα φιλιά,είμαι – κατακαλόκαιρο – και κουμαντέρνωτη βαρκούλα των ρόδωνκαι τήνε πάω εκεί όπου το γάρμπος χάνεται της μέρας,και στη φερέγγυα παραφορά των νερών την ασφαλίζω.Πελιδνός και δεσμώτης στα λαίμαργα κύματά μουσκίζω πέρα δώθε τα μπρούσκα χνώτατου αναπεπταμένου στερεώματος,φορώντας ακόμα τη φόρμα μου, ντυμένος πικρούς αντίλαλους,κι έχοντας το κεφάλι τυλιγμένο με κάτι κουρέλια της αφρής.Πάω, στα πάθη μου μέσα στητός,καβάλα στη ράχη του μονάκριβου μου κύματος,φεγγαρίσιος, ηλιοτραφής, πυρίκαυστος και μπουζιασμένος εγώ,κι αποκοιμιέμαι τον νήδυμοστο φαράγγι με τα φιλντισένια νησιάτων μακάρων, που είναι γλυκά σα φρέσκα πρωινά καπούλια.Στη νύχτα μέσα την υγρήτρεμουλιάζει το ρούχο μου ραμμένο με τα ρίγητων φιλιών και φορτισμένο ξέφρενα με ηλεκτρικές εκκενώσεις,με ηρωικά δε εξάμετρα διαμερισμένο σε ενύπνιακαι σε μεθυστικά τριαντάφυλλα που ανοίγουν μέσα μου.Όρτσα στα νερά,όπου με χτυπούνε κύματα θεόψηλα, πλευρικά,κι εγώ βαστώτο παράλληλο σώμα σου στα στιβαρά μου μπράτσασαν ψαράκι που όλο το πιάνω και το ξαναπιάνωστην απόχη της ψυχής μου(τη μια γοργό την άλλη αργό)σε τούτον κάτω εδώ τον υποσέληνο κόσμο.
(10)Το χάσαμε κι αυτό το ηλιοβασίλεμα.Κανείς δεν μας είδε εμάς χεράκι, χεράκι το βράδυ εκείνοόπου έπεφτε η γαλάζια η νύχτα και εσκέπαζε τον κόσμο.Απ’ το παράθυρο μου είδα μόνος εγώτη φιέστα του ηλιογέρματος ψηλά στ χάη.Και πότε, πότε σαν πυρακτωμένο κέρμακράταγα ένα κομματάκι ήλιο στην παλάμη μου.Και σε συλλογιζόμουν με τη καρδιά σφιγμένηαπό κείνο εκεί το σφίξιμο που ξέρεις πως με κυβερνάει.Λέγε μου, που ήσουνα?Με τι κόσμο?Και τι τους έλεγες?Και γιατί ακαριαία με κυριεύει ακέριος ο έρωτας εμέναμόλις νιώσω μοναχός, με σένανε μακριά μου?Μου ‘φυγε το βιβλίο που πάντα ανοίγω το βραδάκικαι σα λαβωμένο κουτάβι γλίστρησεκι έπεσε στα πόδια μου το παλτό.Μα όλο φεύγεις εσύ, φεύγεις τα βράδιαμε το δειλινό παρέα που πιλαλάει και αφανίζει τ’ αγάλματα.
(11)Οιονεί εκτός στερεώματος, ανάμεσα σε δυο βουνά,πάει και ρίχνει άγκυρα το μισοφέγγαρο.Η σβούρα, η γυρίστρω η νύχτα, των ματιών η νεκροθάφτισσα.Μέτρα μόνο πόσα αστέρια έχουνε γίνει θρύψαλαμες στα λασπόνερα!Και μένανε μ’ ένα σταυρόμε σημαδεύει η νύχτα στο μεσόφρυδοκι ανοίγει τα φτερά της και φεύγει.Κι εκεί έχει φαναρτζίδικοόπου δουλεύουν τα γαλάζια μέταλλα.και νύχτες με παλέματα που αποσιωπούνταικαι την καρδιά μουπου φέρνει βόλτες ολοένα σαν τσέρκι βουρλισμένο.Κι ένα κορίτσι που ήρθε από πολύ μακριά,που το φέρανε από πολύ μακριά,και που κάθε τόσο φωσφορίζει η ματιά τουκάτω απ’ τον τρούλο του ουρανού.Σο σφύριγμα των αέρηδων, η μπόρα, το κακό, οι άνεμοιΜαίνονται και ξεσπούν στην καρδιά μου ακατάπαυτα.Ο δε άνεμος, που έρχεται από τα μνήματα,αναρπάζει, συντρίβεικαι διασκορπίζει παντού τη ρίζα σου και τα όνειρά της.Ξεριζώνει τα μεγάλα δέντρα και τα πετάει στην άλλη άκρη.Όμως εσύ στέκεσαι εκεί,κορίτσι μου αίθριο και ασυννέφιαστο,ατμών σιντριβάνι, στάχυ μοναχό.Αλώνι όπου εισέβαλε ο άνεμοςκαι σου ‘δινε μετά σχήμα με φυλλώματα αναμμένα.Πίσω απ’ τους δυο λόφους της νύχτας,άσπρε φλεγόμενε κρίνε μου,φευ, δεν μπορώ να ειπώ τίποτα! ’ έχουνε πλάσειμε όλα τα στοιχεία του κόσμου!Καταδίκη μου εσύ,που μου σκίζεις με στιλετιές τα στήθη,ήρθε η ώρα να πάρω δρόμο άλλονκαι να πάω εκεί όπου δεν ανθίζουν τα χαμόγελα σου.Μπόρα μου εσύ δυνατή,που ήρθες και παράχωσες στη γη τις καμπάνες,κούφιε ανεμοστρόβιλε των μαρτυρίων μου,γιατί εγώ να σεκλετίζομαι τώρα,γιατί εγώ να πικραίνομαι;. . .Ε, ήρθε η ώρα να πάρω το δρόμοπου σε βγάζει εκεί όπου δεν υπάρχει τίποτα,εκεί όπου δεν είναι πρόσκομμαούτε ο φόβος, ούτε ο θάνατος, ούτε ο χειμώνας,και να ‘χω συνοδεία μου τα μάτια σουτ’ ανοιχτά και άγρυπναμες στης πρωινής δροσιάς τα μονοπάτια.
(12)Για τη καρδιά μου αρκεί το στήθος σου,για την ελευθερία σου αρκούν τα φτερά μου.Απ’ το δικό σου στόμα φτάνουν ως τον ουρανόόσα κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.Μέσα σου στέκει το ξεγέλασμα της κάθε μέραςΈρχεσαι σαν τη δροσιά πάνω στα στόματα των λουλουδιών.Στέλνει στα καταχθόνια τους ορίζοντες η απουσία σου.Στους αιώνες των αιώνων αλαργεύονταςσαν της θάλασσας τα κύματα.Και είπα τότε πως τραγούδαγες στον άνεμοωσάν τα πεύκα και ωσάν τα κατάρτια των πλοίων.Σαν πεύκο είσαι εσύ και σαν κατάρτι πανύψηλη και αμίλητη.Και ξαφνικά μελαγχολείς, σαν επιβάτης σε μπάρκο.Φιλόξενη, ανοιχτόκαρδη σα δρόμος παλιός.Σε κατοικούν φωνές και αντίλαλοι της νοσταλγίας.Ξυπνάω εγώ, και τότε, κάπου, κάπου, αποδημούνετα πουλιά που κοιμούνταν στην ψυχή σου μέσα.
(13)Με μικρά χι τσεκάριζα πυρπολημένους τόπουςστον γαλατένιο άτλαντα του κορμιού σου επάνω.Ήταν αράχνη το στόμα μου που έστηνε τον ιστό της χιαστί.Μέσα σου, επάνω στην πλάτη σου, διψαλέο, περίτρομο.Σου έλεγα παραμύθια και θρύλους στις όχθες του εσπερινού,κουκλί μου λυπημένο και γλυκό,για να σου τήνε πάρω έτσι τη λύπη.Για ‘ναν κύκνο, για ‘να δέντρο, για κατιτί αλαργινό κι αλέγρο.Για την ώρα των σταφυλιών, για τον καιρό της ώριμης οπώρας.Ζούσα αραγμένος σε λιμάνι ώσπου σ’ αγάπησα,και τη μοναξιά μου την τραβέρσωναν τα όνειρα και η σιωπή.Δεσμώτης ήμουν ανάμεσα σε θάλασσα και θλίψη.Βουβός, αλλοπαρμένος,ανάμεσα σε ασάλευτους βαρκάρηδες του πόρτου.Από τα χείλια ως τη φωνή κάτι όλο χάνεται.Κάτι φτεροκοπάει, του τρόμου κάτι και της λησμονιάς.Έτσι, να, σαν δίχτυα που δεν δύνονται να κρατήσουν το νερό,μαμούνι μου εσύ, παρά σταγόνες κάποιες μόνοστους βρόχους τους τρεμουλια στές.Κι ωστόσο, πάντα κάτι τραγουδάεισ’ αυτά εδώ τα έπεα πτερόεντα.Κατιτίς τραγουδάει,κατιτίς αναθρώσκει ως το άπληστο στόμα μου.Να ήτανε λέει να σου ψάλλουνε μεγαλυνάριαμ’ όλα τα λόγια της χαράς.Διθυράμβους ν’ ακούσεις, να σ’ ανάψουνε και να πετάξειςσαν καμπαναριό στα χέρια ενός θεότρελου.Σρυφερή μου εσύ, λυπημένη – τι τρέχει, ξαφνικά? Σι έγινε?Καλά, καλά δεν πρόλαβαστην κορφή του ωραίου όρους ν’ ανέβωκι η καρδιά μου έκλεισε σα νυχτολούλουδο.
(14)Όλο παίζεις, εσύ, κάθε μέρα, εσύ,με το φως του σύμπαντος κόσμου.Επισκέπτρια συλφίδα των νερών και των κήπων.Δεν είσαι δε μόνο εκείνη η χρυσή κεφαλήόπου σαν ανθοδέσμη σφιχτά την κρατάω εγώμες στα δυο μου τα χέρια.Κανενός αλλουνού δεν μοιάζεις εσύαπό τότε που εγώ σε αγάπησα.’σε να σε ξαπλώσω σ’ ένα στρώμααπό μάηδες κίτρινους κι αγαπανθούς.Ποιος είν’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σουμε ψηφία καπνού στ’ αστέρια του Νότου?Εγώ είμ’ εκείνος εκεί που γράφει τ’ όνομά σουμε ψηφία καπνού στ’ αστέρια το Νότου!’σε με. . . άσε με να σε αναπολήσω όπως ήσουνπροτού ν’ ανασπασθείς και βγεις στην ύπαρξη.Κι ευθύς, δες, αλαλάζει ο άνεμοςκαι δέρνει τα κλειστά μου παράθυρα.Ο ουρανός είναι μι’ απόχη φίσκα ως απάνουμε ψάρια μαύρα, ανήλιαγα.Κι εδώ, εδωνά, κοπάζουν όλοι οι άνεμοι, όλοι τους εδωνά.Και τότε η βροχή εγυμνώθη.Πουλιά πετάνε πετούμενα.Οι άνεμοι. Οι άνεμοι.Μόνος μου εγώ και αναμετριέμαι με των άλλων τη δύναμη.Ο ανεμοστρόβιλος σέρνει μαζί τουκαι μουρλαίνει τα μπακιρένια φύλλακαι ξελύνει τ’ άραγμένα στ’ ουρανού το μώλο.Εσύ είσαι εδώ. Εσύ δε φεύγεις, δεν πετάς.Κι εσύ ως το τέλος θα είσαι και θα μου απαντάςστους βόγγους και τα μουγκρητά μου.Επάνω μου να ‘ρθεις να κουλουριαστείςσα να σ’ έχουνε σκιάξει.Κάπου κάπου αδέσποτοι ξεπόρτιζαν απ’ τα μάτια σου ήσκιοι,ξένοι, παράδοξοι.Και τώρα, τωραδά, εδώ,μανούσια μου φέρνεις και δυοσμαρίνια, μωρό μου,γι’ αυτό κι έτσι ευωδιάζουν τα στήθη σου.Σην ώρα όπου ο άνεμος μελαγχολικός καλπάζεισφαγιάζοντας πεταλούδεςεγώ σ’ αγαπάω,κι η έξαρση μου δαγκώνει βαθιάτα δαμάσκηνα του στόματός σου.Πόσο έχεις στ’ αλήθεια πονέσει,ώσπου να ‘βρεις τα χούγια μου,ώσπου να βρεις την ψυχή μου τη μονάτη κι ανήμερηκαι τ’ όνομά μου που όλους τους κάνει και τρέμουν . . .Πόσες και πόσες φορές δεν είδαμε το φως του αυγερινούνα μας φιλάει τα μάτιακαι πάνω απ’ τα κεφάλια μας το χάραμα κυκλοδίωκτον’ ανοίγει ωσάν ριπίδιο.Σα λόγια μου σε μούσκεψαν θωπεύοντάς σε.Καιρός πάει πολύς που αγάπησατο ηλιόλουστο σώμα σου, το μαργαριταρένιο.Και πιστεύω έτσι πως εγώ είμαι ο κύριοςτου σύμπαντος όλου.Θα σου φέρω απ’ τα βουνά λουλούδια εξαίσια,κλέλιες, ζουμπούλιακαι βελανίδια γεράνια, κι ένα κοφίνι φιλιά.Θέλω να κάνω μαζί σουαυτό που κάνει κι η άνοιξη στις κερασιές.
(15)Μ’ αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσίακι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώνταςκι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ’ τα πράγματα,ποτισμένη απ’ τη δική μου ψυχή.Σου ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.Κι άμα κλαις μου αρέσεις,απ’ την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.Κι ενώ μεν απ’ τα πέρατα με ακούς,η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ’ αγγίξει:’σε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνονταςμες στη δική σου σιωπή.’σε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπήτη δικιά σουπου είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνωνκαι που λάμπει σαν αστραπή.Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.Απόμακρη και τόση δα κι απ’ αστέρια φτιαγμένηείναι η δικιά σου σιωπή.Μ’ αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο – μου αρκείγια να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
(16)Στον βραδιάτικο ουρανό μου επάνω είσαι σαν σύννεφο,το δε χρώμα σου και το σχήμα είναιόπως ακριβώς μου αρέσουν.Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,γυναίκα με τα γλυκά χείλια,και στη ζωή σου μέσα ζουν τα ασύνορα όνειρά μου.Ο λύχνος της ψυχής μου σου γλυκοροδίζει τα πόδια,το στυφό μου κρασί γλυκαίνει στα χείλη σου,ω η μακελάρισσα εσύπου πριονίζεις το τραγούδι μου τα βράδια,ω πόσο σε νιώθουνε δικιά μου τα μοναχικά μου όνειρα!Είσαι δικιά μου, είσαι δικιά μου,το φωνάζω στο μπάτη του βραδιούκαι τ’ αεράκι παίρνει μετά τη φωνή μουκαι τη σκορπάει τριγύρω.Κυνηγέτις εσύ που σαϊτεύεις λαγούςστα βάθη των ματιών μου,των ματιών μου που λιμνάζουν σα βρόχινο νερόμες στο νυχτερινό σου βλέμμα.Σ’ έπιασα αιχμάλωτη στα δίχτυα της μουσικής μου,αγάπη μου,και τα δίχτυα αυτά της μουσικής είναι ψηλά, επάνω,στον ουρανό.Γεννιέται η ψυχή μου κι ανασταίνεταιστις όχθες των μαύρων ματιών σουτα δε μαύρα μάτια σου είναι φυλάκιοστη μεθόριο της χώρας των ονείρων.(17)Να συλλογιέμαι εγώ και ήσκιους να καταπίνωμέσα στην άπατη μοναξιά.Μα εσύ να είσαι μακριά κάπου,κι απ’ ότι ζωντανό πιο πέρα ακόμα.Να συλλογιέμαι, να λευτερώνω πουλιά, να εκπορεύω εικόνες,να καταχωνιάζω φανούς και λαμπάδες στα έγκατα.Καμπαναριό μου με τη καταχνιά και τις αντάρες,εκειδά πέρα, εκειδά πέρα, αλάργα!Να φορτώνω εγώ δίφρους με θρηνωδίες,ν’ αλέθω εδώ ελπίδες σκυθρωπές,ο αμίλητος εγώ μυλωνάς,και σένα να σε κουκουλώνει η νύχτα,έξω μακριά απ’ τη πόλη.Η παρουσία σου είν’ απόμακρη, αλλόκοτη για μένα,σαν και τι!. . .Αναλογίζομαι πως ήταν η ζωή μου προτού να ‘ρθεις εσύ.Η ζωή μου προ πάσης ελεύσεως, η στυφή η ζωή μου.Σο σκούξιμο εκείνο εκεί καταντικρύ στη θάλασσα,ανάμεσα στα βράχια,να πιλαλάει ελεύθερο, λωλό, ίσα με την ούγια της θάλασσας.Η μάνητα του παράπονου, το σκούξιμο εκείνο εκεί,η μοναξιά της θάλασσας.Να ξεμπουκάρουνε ώσπερ βιαίας πνοήςκαι ν’ ανέρχονται στους ουρανούς.Γυναίκα, εσύ, που ήσουν εδώ,σαν τις χάσες και σαν τι καλαμόξυλονα ήσουνα από τούτην εδώ τη πελώρια βεντάλια?Μακριά ήσουνα και τότε όπως και τούτην εδώ την ώρα.Στο δάσος πυρκαγιά! Και καίειμε μικρά του σταυρού σχήματα γαλάζια!Καίει και καίει και κατελεί ανάσβολα δέντρα!Σα ρίχνει κάτω και τριζοβολάει ο τόπος!Πυρκαγιά!. . . Πυρκαγιά! . . .Και η ψυχή μου, καψαλισμένη αυλήτριδα,πάνω στις σχίζες και στα πελεκούδια τ’ αναμμένα χορεύει!Ποιος σκούζει εδώ? Ποια σιωπήκατοικημένη από φωνές και αντίλαλους?Ώρα της νοσταλγίας, ώρα της ευφροσύνης, ώρα της μοναξιάς,ώρα δικιά μου ανάμεσα σ’ όλες τις άλλες ώρες!Αχιβάδα, απ’ όπου μέσα κει διαβαίνει τραγουδώντας ο άνεμος!Πάθος μέγα της ελεγείας, όλο λυγμούς,ξεγυμνωμένο στο κορμί μου απάνω!Εσύ να σείεσαι απ’ τις ρίζες σου όλεςκαι να χιμάω εγώ απ’ τις χαίτες των κυμάτων μου όλων!Σσέρκι πανηγυριώτικο και λυπημένο κι ασταμάτητοη ψυχή μου και κύλαγε. . .Nα συλλογιέμαι τώρα εγώ και να καταχωνιάζωφανούς και λαμπάδες στην άπατη μέσα τη μοναξιά.Ποια είσαι ‘συ? Σις ει?
(18)Εδώ σε αγαπάω.Στα σκοτεινόχρωμα πεύκα χτενίζει τα μαλλιά του ο άνεμος.Φωσφορίζει η σελήνη πάνω στ’ αλήτικα νερά της θάλασσας.Περνάνε μέρες, μέρες απαράλλαχτες,αποπέμποντας η μια την άλλη.Σα τούλια της ομίχλης σκίζονταισε φιγούρες λεπτές ορχουμένων.Ασημόχρυσος γλάρος πετιέταιμες απ’ το δίσκο του ήλιου που βασιλεύει.Εδώ κι εκεί ένα άλμπουρο. Και πάνω, στα ύψη, αστέρια.Ω εκείνο εκεί το μαύρο σταυρωτό τουρκέτο της βαρκούλας!Κατάμονο.Πετιέμαι κάπου – κάπου από το λήθαργοκι είμαι μούσκεμα ως το μεδούλι.Βουίζει κι αντιβουίζει το πέλαγος.Κι εδώ είν’ το λιμάνι.Εδώ σ’ αγαπάω.Εδώ σ’ αγαπάω εγώ!Δεν πα’ να σε κρύβει όσο θέλει ο ορίζοντας – ματαιοπονεί!Εσένα σ’ αγαπάω εγώ. επιμένω.ακόμα και μέσα στην ψύχρα των γύρω πραγμάτων.Κάθε τόσο φεύγουν τα φιλιά μουκαι πάνε μαζί με τα καράβια εκείνα,τα ποντοπόρα, και φτάνουν πέρ’ απ’ το τέρμα, στα εκείθε.Κάθομαι εδώ παρατημένος σαν τις γέρικες άγκυρες.Μαραζώνουν οι μόλοι βαρύτεραμόλις έρχεται να δέσει εκεί το βράδυ.Χαραμίζεται η ζωή μου μέσα στην πείναπου με τρώει αδίκως.Αγαπώ αυτό που δεν έχω. Είσαι μακριά εσύ, τόσο μακριά.Ο καημός μου πιάνεται στα χέρια με τ’ ανελέητα δειλινά.Έρχεται όμως μετά η νύχτα και με καλοπιάνει με τραγούδια.Και το φεγγάρι βάνει το γαϊτανάκι των ονείρων να γυρνάει.Με κοιτάν με τα μάτια σου από πάνωτα πιο μεγάλα αστέρια.Κι εκεί που, αγάπη μου, σε αγαπώ,τα πεύκα μες στον άνεμολαχταράνε να τραγουδήσουν τ’ όνομά σουμε τις πευκοβελόνες τους.
(19)Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,ο ήλιος που δένει τους καρπούς,που σφίγγει το στάρι μες στα στάχια,που ακονίζει τον αθέρα του σίδερου,έπλασε και το έκπαγλο κορμί σου και τα πάμφωτα μάτια σου,έπλασε και το στόμα σου με το νερένιο χαμόγελο.Σκοτεινός, νυχτερινός ο ήλιος νανουρίζεται στους βοστρύχουςτης αράπικης χαίτης σου, όταν ανοίγεις εσύ την αγκάλη σου.Παίζεις με τον ήλιο σα να είναι ρυάκι που κυλάεικι εκείνος σου αφήνει στα μάτια σου δυο σκούρους νερόλακκους.Κορίτσι μου σαρακηνό και σβέλτο,τίποτα εδώ δεν με οδηγεί κοντά σου.Σα πάντα σου με διώχνουνε μακριά, σαν σε καταμεσήμερο.Είσαι η αλλοπαρμένη νιότη της μέλισσας.η μέθη των κυμάτων, η ρώμη του καρπισμένου σταχιού.Η έρημη καρδιά μου σ’ αναζητάει, χωρίς βαρκούλα και πανί.το αγαπάω εγώ το έκπαγλο σώμα σου,τη γλυκιά, την απαλή φωνή σου.Σαρακηνή μου πεταλούδα εσύ, θωπευτική και άτρεπτησαν τα γεννήματα και σαν τον ήλιο, σαν παπαρούνα και σα νερό.
(20)Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.Να γράψω, ας πούμε: «έχει μι’ αστροφεγγιά απόψεκαι τα μενεξεδιά αστεράκια λαμπυρίζουνε στα χάη».Σης νύχτας ο άνεμος διαβαίνει στους ουρανούς και τραγουδάει.Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.Σην αγαπούσα εγώ, και κάπου κάπου μ’ αγάπαγε κι εκείνη.Χιλιάδες βράδια, όπως και τώρα, την έσφιγγα στην αγκαλιά μου.Αμέτρητα φιλιά της έδινα κάτω απ’ τον άσωτο ουρανό.Μ’ αγάπαγε κι εκείνη, και κάπου κάπου την αγάπαγα κι εγώ.Πώς να μην τ’ αγαπήσεις τα μεγάλα, τα ήμερα μάτια της.Απόψε μου πάει να γράψω τα πιο πικρά στιχάκια.Θα σκέφτομαι πως δεν την έχω εγώ.Θα νιώθω ότι την έχω χάσει.Θ’ ακούω την απέραντη νύχτα,την πέντε φορές απέραντη χωρίς εκείνην.Και τους στίχους να πέφτουν στην ψυχή μουόπως πέφτει η δροσιά στο λιβάδι.Σι έχει να κάνει που η δικιά μου αγάπηεκείνηνε δεν την αγγίζει. . .Έχει μι’ αστροφεγγιά απόψε, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.Αυτά λοιπόν. Πέρα, μακριά, άνθρωποι τραγουδάνε.Μακριά, πέρα.Πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .Σην αναζητάει η ματιά μου, τη γυρεύει παντού.Σην αναζητάει η καρδιά μου, μα εκείνη δεν είναι μαζί μου.Απαράλλαχτη η νύχτα ασημώνει τ’ απαράλλαχτα δέντρα.Μα από τότε όμως εμείς ως τώρα έχουμε αλλάξει.Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .Πόσο όμως, Θε μου, την αγάπαγα τότε.Πολέμαγε η φωνή μου να βρει τη ριπή του ανέμουπου θαν της άγγιζε το αφτί.Με άλλον. Με κάποιον άλλον θα είναι.Όπως και πριν τηνε πάρει το φιλί μου.Η φωνή της, τ’ αστραφτερό της σώμα.Σ’ ατέλειωτα μάτια της.Σώρα πια δεν την αγαπάω, σίγουρα. . .Μπορεί όμως και να την αγαπάω.Βιάζεται ο έρωτας να λείψει κι αργεί να φύγει η λησμονιά.Χιλιάδες βράδια αφού, όπως και τώρα,την έσφιγγα στην αγκαλιά μου –πώς να χαρεί η ψυχή μου, αφού εκείνη χάθηκε. . .Μπορεί να ‘ναι αυτός ο τελευταίος καημόςπου μου ανάβει εκείνη,κι αυτοί εδώ οι τελευταίοι στίχοι που γράφωγια κείνην εγώ.ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΝΤΑ